Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα περιστέρι που φάνταζε τον εαυτό του για γεράκι. Δεν καταδεχόταν να συναγελαστεί με το σμήνος των αδελφών, ξαδέλφων, πατεράδων και μητέρων του, μήτε καταδέχονταν να παλεύει μαζί τους για να τσιμπήσει με το ράμφος του μια μπουκιά από ξεραμένο λουκούμι ή πολυκαιρισμένη τηγανιτή πατάτα.
Στις συζητήσεις των αδελφών του και τους κομπασμούς τους (για νεαρές όμορφες υπάρξεις που σαγήνευσαν με τα θέλγητρά τους ή ιστορίες για ζεστά, μυστικά καταφύγια μακριά από το ανθρώπινο μάτι), δε συμμετείχε ποτέ. Δεν ενδιαφερόταν για τις μικρές, ασήμαντες ασχολίες τους και η μπόχα και η σήψη που αποτελούσε την καθημερινότητά τους τον απωθούσε.
Το περιστέρι που φάνταζε τον εαυτό του για γεράκι προτιμούσε να κάθεται σε ψηλά μέρη (στην αψίδα της εισόδου ενός σταθμού ή στην κορυφή μιας στέγης ενός νεοκλασσικού κτηρίου) και να κοιτάζει κάτω του τον κόσμο να αναδεύεται ανήσυχα τη μέρα. Κοιτούσε τα κεφάλια των ανθρώπων (που σε αυτό το ύψος του έμοιαζαν σαν τη γούνα ενός μεγάλου αρπακτικού, κάθε τούφα του σε διαφορετικό χρώμα, πυκνότητα και μήκος) και παρακολουθούσε με κάθε του μάτι χωριστά κάθε λεπτομέρεια, κάθε κίνηση και φέρσιμο.
Μάθαινε τους τρόπους των ανθρώπων και μελετούσε τους ήχους που κάνουν οι γάτες πριν χιμήξουν. Παρακολουθούσε τις περίεργες ζωές των ποντικών και φούσκωνε με περηφάνια όταν άπλωνε τα φτερά του το καταμεσήμερο και έβλεπε τη σκιά του, τεράστια και ολότρανη, να τα κάνει να σκορπάνε σε κάθε κατεύθυνση.
Κάποιες φορές, το περιστέρι που φάνταζε τον εαυτό του για γεράκι, έβλεπε από το ορμητήριό του μια μάζα από τους αδελφούς του, καθώς αντιμάχονταν για ένα ψίχουλο από ξεραμένο κουλούρι, μαριναρισμένο με βρωμόνερα. Τότε, άνοιγε τα φτερά του απ’ άκρη σ’ άκρη και με δυο χτυπήματα ανέβαινε ψηλά στον αέρα, μέχρι που έφτανε πάνω από τους αδελφούς του, με τη σκιά του να κρύβει τον ήλιο.
Καθώς λοιπόν τα αδέλφια του σκορπούσαν (όντας στα μάτια του δειλοί από τη φύση τους), αυτός ορμούσε με μια βουτιά, άπλωνε τα νύχια του και “χραπ”! Άρπαζε το ξεροκόμματο, ορμώντας και πάλι προς τους αιθέρες. Δεν το έτρωγε φυσικά, ούτε που ανεχόταν να το κοιτάζει. Το άφηνε να πέσει κάπου μακριά, στη μέση ενός δρόμου ή στις ράγες των τρένων, χορτασμένος και μόνο από την τρομάρα τους.
Καθόταν τότε, με το στήθος του φουσκωμένο περήφανα και θαύμαζε την αντανάκλασή του στους φεγγίτες των σιδηροδρομικών σταθμών. Κοιτούσε τον εαυτό του με ένα μάτι τη φορά και έβλεπε φτέρωμα που είχε το χρώμα κορμού δέντρου, νοτισμένο από τη βροχή, ραντισμένο με χρυσάφι. Θωρούσε το ράμφος του και στα μάτια του φάνταζε τρανό και σουβλερό. Τα πόδια του δεν του έμοιαζαν λεπτά σαν ξυλαράκια αλλά τρομερά και δυνατά, στολισμένα με μακριά, γαμψά νύχια. Κάποιες φορές, μάλιστα, καθώς τσιμπούσε στα κρυφά κάποιο σύκο που είχε (παραγινωμένο πια) πέσει από το κλαρί του, παρίστανε πως ήταν ένα ποντίκι που ‘σκιζε με τα νύχια του και άνοιγε με το τρανό του ράμφος τα σωθικά του, λεκιάζοντας το φτέρωμά του με το αίμα του.
Μια μέρα, καθώς το περιστέρι που ονειρευόταν γερακοσύνη ετοιμαζόταν για άλλη μια φορά να βουτήξει στη γη και να κοψοχολιάσει τους ομοίους του, είδε μια σκιά που σκοτείνιαζε τον ήλιο. Με την άκρη του ματιού του, είδε τα τρομερά της φτερά να χτυπούν μια, δυο, τρεις, πριν βουτήξουν κάτω ταχύτερα κι από σφαίρα. Πρόφτασε μόλις να δει τον κυνηγό, μια θολούρα από καφέ και κόκκινο, καθώς ορμούσε κάτω.
Την επόμενη στιγμή, κάπου χαμηλά, άκουσε τις κραυγές και τον θρήνο των αδελφών του, καθώς το γεράκι έκλεισε τα γαμψά του νύχια γύρω από τον πιο τροφαντό ανάμεσά τους και πέταξε ψηλά, κρατώντας το χορταστικό του τρόπαιο στα νύχια του, στάζοντας αίμα στην άσφαλτο. Κοιτούσε το γεράκι καθώς απομακρυνόταν, με τα φτερά του να χτυπούν τεμπέλικα, τον άνεμο να πασχίζει να το κρατήσει στον αέρα σα να ήταν στ’ αλήθεια κάποιος αυθέντης των ουρανών.
Το περιστέρι επέστρεψε στο λημέρι του, με το θρήνο και τον οδυρμό των αδελφών του σα μακρινό βόμβο στα αυτιά του. Κοίταξε τον εαυτό του στον φεγγίτη και είδε πως έτρεμε, με το στήθος του μικρό και ζαρωμένο, το φτέρωμά του ανάκατο και το ράμφος του και τα νύχια του τόσο μικρά και ανίκανα.
Για πρώτη φορά στη ζωή του, το περιστέρι που εύχονταν να ήταν γεράκι, διαπίστωσε πόσο απίθανο και τρελό ήταν το όνειρό του. Τρομοκρατημένο, άφησε το λημέρι του και έτρεξε για να βρει τους αδελφούς του, που πανικόβλητοι είχαν μαζευτεί στο κοίλωμα μια στέγης. Στεκόταν ανάμεσά τους και άκουγε το μοιρολόι τους, αλλά δεν έβγαλε άχνα.
Τη νύχτα, το περιστέρι δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Στα όνειρά του έβλεπε ένα ουρανό όλο γεράκια, με τον ήλιο να ξεπροβάλει δειλά ανάμεσα από τα τρομερά φτερά τους. Ονειρεύτηκε μια βροχή από αίμα περιστεριών και ένα νέφος από γκρίζα πούπουλα να σκεπάζει την πόλη.
Ξύπνησε στη μέση της νύχτας γνωρίζοντας πως έπρεπε να γίνει γεράκι αμέσως, αν ήθελε να γλιτώσει την τρομερή αυτή μοίρα. Να γίνει θύτης το ταχύτερο δυνατό, προτού καταλήξει στο σωρό με θύματα.
Επέστρεψε στο λημέρι του, αναζητώντας μια στιγμή ηρεμία, όταν πρόσεξε το ποντίκι που με θράσος ανασκάλευε τη φωλιά του. Το κεφάλι του ήταν χωμένο βαθιά μέσα στα πλεγμένα κλαριά και η ουρά του κουνιόταν χυδαία στον αέρα, καθώς το στόμα του και τα νύχια του πάλευαν να φάνει μια απαίσια λιχουδιά κάπου στα βάθη.
Το περιστέρι που νόμιζε πως ήταν γεράκι πλησίασε τότε με βήματα αργά και σταθερά και άπλωσε τα νύχια του να πιάσει το ποντίκι. Με μια κίνηση (που στα μάτια του φάνταζε γρήγορη και θανάσιμα ακριβής, αλλά ήταν στην πραγματικότητα αδέξια και τρεμάμενη) έμπηξε τα νύχια του στα πίσω πόδια του ποντικού, που πήδηξε έξω από τη φωλιά και έτρεξε αμέσως να ξεφύγει.
Το περιστέρι όρμησε και πάλι, ορμώμενο από τον τρόμο του θύματος και αυτό που νόμιζε πως ήταν η ανάγκη να γίνει θύτης. Με ένα χτύπημα των φτερών του έπεσε πάνω στο ποντίκι και το πλάκωσε. Τα νύχια του ποντικού σύρθηκαν πάνω στο φτέρωμά του, ξεριζώνοντας πούπουλα με τις μικρές του χούφτες, καθώς πάλευε να ελευθερωθεί, μπερδεμένο και τρομοκρατημένο συνάμα.
Την επόμενη στιγμή (σπρωγμένο από ανάγκη και τρόμο παρά από συνειδητή σκέψη), το περιστέρι χτύπησε με ορμή το ποντίκι, χτυπώντας το κεφάλι του με το ράμφος του. Ένα, δύο, τρία χτυπήματα το ένα πίσω από το άλλο, που έσκισαν τη σάρκα του, το έκαναν να γευτεί αίμα. Κάτι μαλακό υποχώρησε από το τελευταίο του χτύπημα και το ποντίκι πάλεψε μια τελευταία φορά, έσκουξε και ύστερα σταμάτησε να παλεύει. Ανήμπορο, αιμορραγούσε στη στέγη του σταθμού, λεκιάζοντας τα κεραμίδια.
Το περιστέρι προσπάθησε να γίνει γεράκι τότε. Έμπηξε τα νύχια του, που τα ένιωθε μουδιασμένα, μέσα στη σάρκα και προσπάθησε να σκίσει το τομάρι του ποντικού, αλλά δε μπόρεσε. Τσίμπησε την εκτεθειμένη σάρκα των πληγών του, αλλά η γεύση του αίματος του ανακάτεψε το στομάχι.
Προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά ο ήχος της ανάσας του ποντικού δε σίγασε μέχρι το πρωί.
Την επόμενη μέρα, το περιστέρι που πλέον είχε παραδεχτεί πως δε γνώριζε πώς να φερθεί σα γεράκι, σκέφτηκε ένα νέο σχέδιο. Θα πήγαινε ο ίδιος στο γεράκι, με τον νεκρό ποντικό σαν δώρο και θα εκλιπαρούσε να του διδάξει τις μεθόδους του θύτη. Το κυνήγι μπορεί να μην ήταν κάτι που γνώριζε από γεννησιμιού του, αλλά θα το μάθαινε με κάθε κόστος.
Περίμενε στο λημέρι του όλη την ημέρα, κοιτάζοντας τα αδέλφια του που, σπρωγμένα από την αέναη πείνα τους, είχαν πλέον ξεχάσει την απειλή και ξανά μαζεύονταν έξω από το σταθμό, για να χορτάσουν με τα απορρίμματα της ανθρωπότητας. Ο ήλιος είχε φτάσει και πάλι ψηλά στον ουρανό, όταν η σκιά του γερακιού έπεσε στην άσφαλτο. Με μάτια που ο τρόμος και η αναμονή είχαν προετοιμάσει, βρήκε τον θύτη και μελλοντικό του δάσκαλο, τη στιγμή που βουτούσε στον ουρανό για να αρπάξει τους αδελφούς του.
Χωρίς να διστάσει στιγμή, το περιστέρι άρπαξε τον ποντικό με τα νύχια του (ριγώντας σαν ένιωσε το δίχως ζωή όγκο του θύματός του) και πέταξε, ακολουθώντας το γεράκι που επέστρεφε στη φωλιά του με άλλο ένα αιμόφυρτο τρόπαιο. Με μια ματιά, ο όγκος που σπαρταρούσε του φάνηκε γνωστός, αλλά δεν είχε πια χρόνο για δισταγμούς.
Χτυπώντας τα φτερά του με μανία, πάσχισε να ακολουθήσει το γεράκι, που με τόση ευκολία προπορεύονταν και ανέβαινε σε ύψη που δεν είχε ποτέ του τολμήσει να εξερευνήσει. Το ακολούθησε καθώς σκαρφάλωσε, καβάλα στον άνεμο, κατά μήκος των τρομερών κτηρίων που έσκιζαν τον ουρανό.
Σπρωγμένο από την αγωνία στην ψυχή του, το περιστέρι άνοιξε τα φτερά του και τα χτύπησε με διπλάσια μανία, φτάνοντάς το. Είδε το γεράκι να προσγειώνεται στο λημέρι του, σε μια αψίδα πάνω από τα σύννεφα και να ακουμπά εκεί το θήραμά του. Το ράμφος του καρφώθηκε χωρίς δισταγμό μέσα στη σάρκα και χώρισε τον κόκκινο θησαυρό από το πουπουλένιο του περιτύλιγμα.
Το περιστέρι προσγειώθηκε δίπλα του, βαριανασαίνοντας, αφήνοντας το δικό του πενιχρό φορτίο στα πόδια του. Το γεράκι τον κοίταξε με προσοχή, με ένα στόμα όλο αίμα.
Το περιστέρι προσπάθησε να κάνει τις λέξεις να βγουν από το ράμφος του: “Δείξε μου πώς να γίνω θύτης”.
Αλλά ο τρόμος είχε ριζώσει μέσα του και διέτρεχε κάθε ρανίδα του κορμιού του. Κροτάλισε τα νύχια του στο μάρμαρο της αψίδας και χτύπησε τα φτερά του. Το γεράκι έστρεψε το τρομερό του σώμα, φαντάζοντας τώρα μεγάλο σαν τον κόσμο, ζυγιάζοντας το περιστέρι με μάτια που μπορούσαν να κάνουν μέχρι και την άσφαλτο να δακρύσει από τρόμο
Το περιστέρι θέλησε να πει: “Σου έφερα ένα δώρο. Να, δες! Είμαι και εγώ θύτης.”
Αλλά το γεράκι χτύπησε τα φτερά του δίχως να πει λέξη. Το περιστέρι (που πια δεν ήθελε να γίνει γεράκι) τινάχτηκε πίσω, αλλά τα φτερά του τον πρόδωσαν και κουτρουβαλιάστηκε, σκούζοντας αδύναμα. Τα μάτια του γερακιού το καθήλωσαν και τα νύχια του αντήχησαν “κλακ-κλακ” στο τσιμέντο. Κάτι υγρό και μακάβρια γνώριμο έπεσε από το ράμφος του γερακιού στη στήθος του.
Θέλησε να ουρλιάξει: “Όχι! Φύγε! Φάε αυτόν, όχι εμένα!”.
Αλλά τα νύχια του γερακιού είχαν μπηχτεί ήδη μέσα στο στήθος του. Το περιστέρι ένιωσε το αίμα του, καθώς μούλιαζε το φτέρωμά του. Πριν προλάβει να βγάλει άχνα, το ράμφος του γερακιού του ’χε αφαιρέσει πρώτα το ένα μάτι, ύστερα το άλλο. Μια, δυο κινήσεις, δύο ήχοι σαν μακρινό χειροκρότημα και το περιστέρι ήταν πια τυφλό.
Χτύπησε για μια φορά ακόμη τα φτερά του, αυτό το θύμα που παρέμεινε θύμα, καθώς ο θύτης του, σπρωγμένος από τη φύση του παρά από ανάγκη ή από πείνα, έδωσε τέλος στο μαρτύριό του.