Αν αναλογιστείς τα όσα πέρασε στην ποιητική, αλλά βίαιη περιπέτεια «Ο Θανατός σου η Ζωή μου», μπορεί και να τον συγχωρήσεις. Δεν υπάρχει, όμως, κανένα σοβαρό αντιστάθμισμα για το ότι ο Vincent Gallo (Βίνσεντ Γκάλο) είναι από τη φύση του προκλητικός, σοβινιστής, αντικοινωνικός, αγενής, φαλλοκράτης, μια διαρκής παραφωνία μέσα στο σύστημα. Εκτός ίσως από το ότι είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός.
Αν αρχίσεις να διηγείσαι ιστορίες που έχουν να κάνουν με τον Βίνσεντ Γκάλο, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να βρεθείς σε έναν κυκεώνα εκκεντρικοτήτων, αποδοκιμαστέων συμπεριφορών και προσβλητικών δηλώσεων, που κατάφεραν με τον καιρό να χτίσουν το μύθο γύρω από τον 50χρονο σήμερα ηθοποιό, σκηνοθέτη, συγγραφέα, μουσικό, ηχολήπτη και μοτοσικλετιστή.
Ο Οσκαρ Ουάιλντ έλεγε πάντοτε πως σε έναν άνθρωπο που έχει ταλέντο πρέπει να συγχωρείς τα πάντα. Δεν υπάρχει καμία άλλη δικαιολογία για τη βράβευση του Γκάλο μόλις πέρυσι με το βραβείο αντρικής ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για το Ο Θάνατός σου η Ζωή μου, του Γέρζι Σκολιμόφσκι, χάρη σε μια συγκλονιστική βουβή ερμηνεία, που απέδειξε το εύρος των δυνατοτήτων του ως ηθοποιού. Το Χόλιγουντ, όμως, δεν θέλει να τον ξέρει, τα φεστιβάλ δέχονται τις ταινίες που σκηνοθετεί ο ίδιος μόνον και μόνο για να αποκτήσουν δημοσιεύματα από τις προκλητικές δηλώσεις του και –παρ’ όλες τις προβλέψεις– κανείς δεν θα ήθελε να αγοράσει το σπέρμα του, το οποίο πουλάει ως έργο Τέχνης (!) μέσω του προσωπικού του site.
Ο δρόμος που έχω διαλέξει είναι μοναχικός, αλλά δεν με πειράζει. Ήμουν μόνος από τη μέρα που γεννήθηκα.
Αν προσπαθήσει κανείς να αποκωδικοποιήσει την καριέρα του χωρίς τις παρεμβολές της προσωπικής του αλαζονείας, τότε, ναι, μπορεί να διακρίνει ένα σπουδαίο ηθοποιό (Arizona Dream, του Εμίρ Κουστουρίτσα, Η Κηδεία, του Εϊμπελ Φεράρα, Tetro, του Φράνσις Φορντ Κόπολα), έναν οραματιστή σκηνοθέτη (Buffalo ’66 το 1998, The Brown Bunny το 2003), έναν ενδιαφέροντα μουσικό και έναν εν τη γενέσει του ιδιοσυγκρασιακό εικαστικό. Θα μπορούσε ενδεχομένως κανείς να βρει και ένα ίχνος αλήθειας σε μια από τις πιο ξακουστές δηλώσεις του: «Δεν έχω ατζέντη ούτε μάνατζερ ούτε δικηγόρο ούτε βοηθό ούτε στυλίστα ούτε υπηρέτρια ούτε κηπουρό. Τίποτα. Εχω μόνον οδοντίατρο. Και είχα και έναν ψυχίατρο, που πέθανε πριν από εννέα χρόνια, ακριβώς τη στιγμή που τον χρειαζόμουν περισσότερο».
Οσο εύκολο, όμως, είναι να κάνεις χιούμορ με την κατάστασή σου, εξίσου εύκολο είναι να μην χάνεις ευκαιρία να προκαλείς θόρυβο γύρω από το όνομά σου επειδή κάποιος κριτικός έβρισε την ταινία σου ή επειδή θες με κάθε τρόπο να υποστηρίξεις πως είσαι ρεπουμπλικάνος ακριβώς την εποχή όπου ο Μπους έδινε το τελειωτικό χτύπημα στην όποια αμερικανική δημοκρατία. «Δεν είμαι καλλιτέχνης. Αυτό που ξέρω να κάνω είναι να εκδίδομαι. Δεν είμαι σαρκαστικός. Πάντοτε χρειαζόταν να εκδίδομαι για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου, για να αλλάξω τον κόσμο, για να πάρω εκδίκηση… Ποτέ δεν είχα καριέρα ή κάποιο σκοπό στη ζωή μου. Ποτέ δεν σπούδασα. Ο,τι έκανα το έκανα εκμεταλλευόμενος το κορμί μου».
Αλληγορικός, αναρχικός (με μια μεταμοντέρνα έννοια του όρου) και διαρκώς ανατρεπτικός, ο Βίνσεντ Γκάλο γεννήθηκε, καταπώς υποστηρίζει ο ίδιος, σε μια οικογένεια που δεν του πρόσφερε ίχνος αγάπης και γι’ αυτό αρνείται πεισματικά να αγαπήσει οποιονδήποτε αφού «όλοι είναι τέρατα». Εκτός από τον εαυτό του. Και μονοπωλεί επί χρόνια τις συζητήσεις γύρω από τον αθεράπευτο ναρκισσισμό του: «Δεν υπάρχει καμία ικανοποίηση στο να ξέρεις πως οι άνθρωποι είναι συνεχώς εναντίον σου επειδή απλώς κάνεις τη δουλειά σου. Δεν είμαι αναρχικός ούτε προκλητικός. Απλώς, προσπαθώ, κόντρα στο ρεύμα, να διατηρήσω άθικτη την αισθητική στην οποία πιστεύω».
Το μυστήριο γύρω από τον Βίνσεντ Γκάλο μπορεί και να μην λυθεί ποτέ. Και αν ισχύει πως οι ταλαντούχοι άνθρωποι είναι αυτοί που κρύβουν τα μεγαλύτερα σκοτάδια στο μυαλό τους, τότε ίσως να άξιζε να του χαρίσεις μία και μόνη στιγμή εμπιστοσύνης. Ειδικά αν τον πιστέψεις όταν δηλώνει: «Ο δρόμος που έχω διαλέξει είναι μοναχικός, αλλά δεν με πειράζει. Ημουν μόνος από τη μέρα που γεννήθηκα».