Η ευφυΐα είναι μια λεξούλα στην οποία ο καθένας δίνει τον δικό του ορισμό και την ερμηνεύει όπως του κάθεται καλύτερα, ανάλογα το αντιληπτικό του εύρος. Για κάποιους ας πούμε, ένας άνθρωπος με καλά κοινωνικά skills θεωρείται ευφυής, ενώ για κάποιους άλλους ευφυές είναι εκείνο το τυπάκι που έχει πλούσια φαντασία, πολλαπλά ταλέντα ή εξαιρετική ειδίκευση σε κάτι που “δεν το κατέχει ο πολύς ο κόσμος“.
Όπως μάλλον αντιλαμβάνεσαι, το τι είναι αυτή η ευφυΐα αποτελεί ένα όχι και τόσο απλό ζήτημα. Τα παλικάρια που καταπιάνονται πιο συστηματικά με αυτήν -εκείνοι οι τύποι που αποκαλείς “επιστήμονες“- έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η κυρά Ευφυΐα κυκλοφορεί σε πολλά διαφορετικά χρώματα και γεύσεις. Επίσης έχουν μαγειρέψει αρκετά τεστάκια ώστε να μπορεί ο καθένας που θέλει να τσεκάρει “αν το ‘χει“. Τέτοια τεστ συχνά περιφέρονται στη πιάτσα ως IQ tests (Intelligence Quotient tests) .
To IQ καθιερώθηκε σαν όρος και μονάδα μέτρησης της ευφυΐας από τον Γερμανό ψυχολόγο William Stern, ενώ ένα από τα πρώτα αξιόπιστα τεστ μέτρησης IQ ήταν αυτό των Alfred Binet και Théodore Simon, το οποίο όμως έδινε περισσότερη βάση στις λεκτικές ικανότητες του εξεταζόμενου. Αργότερα το τεστ αυτό εξελίχθηκε, εξετάζοντας και άλλες πλευρές της ανθρώπινης ευφυίας πέραν της λεκτικής. Το πιο έγκυρο τεστ IQ στις μέρες μας θεωρείται εκείνο που προσφέρει η MENSA.
Όμως εδώ μπορεί να αναρωτηθείς, και με το δίκιο σου, αναγνώστη: “Είναι μετρήσιμο μέγεθος η ευφυΐα; Μπορεί ένα τεστ να καθορίσει το πόσο μπορεί να σου κόφτει;“. Μην χαλιέσαι. Και άλλοι πριν από εσένα έχουν κάνει παρόμοιες σκέψεις. Υπάρχουν λογιών – λογιών ακαδημαϊκοί εκεί έξω που αμφισβητούν την εγκυρότητα του κλασσικού τεστ νοημοσύνης, ενώ τρεις μπαρμπάδες, μέσα σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια, ανάπτυξαν μια θεωρία που χωρίζει την νοημοσύνη σε κάποιες υποκατηγορίες δημιουργώντας ένα σύστημα το οποίο ταχταρίζει πιο ωραία τη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης νόησης.
Πέρα όμως από δαύτες τις προσεγγίσεις, υπάρχει και μια όμορφη γενίκευση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ορίσει τι στο διάολο είναι αυτή η Ευφυΐα. Δαύτη η γενίκευση είναι βασισμένη στα γραπτά του David Wechsler, ενός ακόμη τυπακίου που ασχολήθηκε με το IQ, σκαρώνοντας την δική του ταξινόμηση πάνω στη κλίμακα αυτού — τσέκαρε εδώ τα IQ reference charts και γέλα με τους “πολιτικά ορθούς όρους“.
Για να μην σε κουράζω άλλο λοιπόν, πάρε και τον ορισμό που σου ανέφερα:
Ευφυΐα είναι η δυνατότητα ενός ατόμου να σκέφτεται με διαύγεια και να δρα αποτελεσματικά στο περιβάλλον του.
Αυτό απλοποιεί τα πράγματα κατά πολύ, δε βρίσκεις;
Γιατί όμως τόσος λόγος περί ευφυΐας; Γιατί έχει αναφερθεί αυτή η λέξη εδώ και 9 φορές μέσα σε λιγότερες από πέντε παραγράφους; Άκου να καταλάβεις τι παίζει: στο σημερινό Notorious Lives θα καταπιαστούμε με ζωή του William James Sidis (ελληνικά: Ουίλιαμ Τζέιμς Σίντις) ενός “child prodigy” που τα διάφορα τεστ νοημοσύνης τον ήθελαν να έχει 250 με 300 βαθμούς IQ.
Με άλλα λογάκια το παλικάρι είχε έναν από τους υψηλότερους καταγεγραμμένους δείκτες νοημοσύνης στην ανθρώπινη ιστορία. Αφού όμως ήταν “the smartest of them all” ή έστω ένας από δαύτους, τι μπορεί να πήγε στραβά και να μην τον θυμάται ο κοσμάκης; Well, αν κρίνουμε από τη σημερινή κατάσταση βέβαια, δεν είναι οι ευφυείς αυτοί που “γνωρίζει” ο κοσμάκης, αλλά οι εφετζίδες. Όμως, ακόμα και σε εποχές που τα έξυπνα τυπάκια περνούσαν περισσότερο, ο Sidis πάλι στην αφάνεια βρισκόταν.
Τρώγεσαι να μάθεις τι στραβή έπαιξε, σωστά; Πάμε να δούμε όλο το στόρι από την αρχή και θα καταλάβεις.
Ο William James Sidis γεννήθηκε την Πρωταπριλιά του 1898 στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι πρόσφυγες από την Ουκρανία. Το οικογενειακό background του μικρού William έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο στη πνευματική του ανάπτυξη. Βλέπεις, οι γονείς του ήταν ιδιαιτέρως μορφωμένοι για την εποχή τους. Η μεν μητέρα του, Sarah Mandelbaum ήταν γιατρός, ενώ ο πατέρας του, Boris Sidis, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους ψυχιάτρους και ψυχολόγους της εποχής. Έτσι είχαν την απαίτηση ο γιόκας τους να προκόψει και να μάθει το νωρίτερο όσα περισσότερα μπορούσε.
Με έντονη γονική παρότρυνση λοιπόν, ο μικρός ανέπτυξε πολύ γρήγορα τις λεκτικές του ικανότητες. Σε ηλικία 18 μηνών μπορούσε να διαβάζει την New Yorks Times. Στα 8 χρόνια του γνώριζε ήδη 8 γλώσσες (Λατινικά, Ελληνικά, Ρώσικα, Γαλλικά, Γερμανικά, Εβραϊκά, Τούρκικα και Αρμένικα) και είχε δημιουργήσει την δική του διάλεκτο, την οποία αποκαλούσε “Vendergood“. Ναι, ο μπαμπάς Boris ήταν περήφανος που οι ψυχολογικές και διδακτικές του προσεγγίσεις είχαν τέτοια αποτελέσματα στο βλαστάρι του.
Σαν παρατηρητές,μπορούμε να πούμε πως, όντως σε γνωστικό επίπεδο, το αποτέλεσμα των μεθόδων του μπάρμπα-Sidis ήταν εντυπωσιακό. Επίσης αν λάβουμε υπόψιν μας τη θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας, το ότι ο μικρός είχε τόσο διευρυμένα γλωσσικά εφόδια από τόσο νεαρή ηλικία, σημαίνει πως κατά πάσα πιθανότητα είχε και μια υπερβολικά διευρυμένη και οξεία αντίληψη και σκέψη, σε σχέση με τα συνομήλικα του πιτσιρίκια.
Όμως, το ότι τσιτώνεις το curiosity drive ενός πιτσιρικιού προσφέροντάς του γνωστικά ερεθίσματα και τρόπους αφομοίωσης τους, δεν σημαίνει πως έχεις δημιουργήσει μια ιδιοφυΐα. Το παιδί παραμένει παιδί, όσες γνώσεις και να το μπουκώσεις και όσο ακονισμένη αντίληψη και να έχει, μιας και δεν έλαβε ακόμη τα εμπειρικά ερεθίσματα που θα το μετατρέψουν σε ενήλικα και ολοκληρωμένο άνθρωπο.
Με άλλα λόγια, ένα παιδί όσο αστέρι και να είναι, παραμένει ακόμα λειψό, μιας και του λείπει το κομμάτι της εμπειρίας — έλλειψη η οποία το κρατάει μακριά από το να παρασημοφορηθεί “ιδιοφυές“. Παρόλα αυτά έχει πολύ καλά φόντα για να αναπτυχθεί σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανθρώπινη μονάδα, αν μπορέσει να τα εκμεταλλευτεί προς όφελος του.
Ο μπαμπάς Boris όμως αυτά δεν τα πολυσκέφτηκε. Αυτός είδε πως οι μέθοδοί του έπιαναν τόπο και πως ο γιος του θα γινόταν μεγάλος και τρανός. Όταν λοιπόν ο μικρός William ήταν 9 ετών, έγινε δεκτός στο Harvard, αλλά ξεκίνησε τις σπουδές του εκεί στα 11, μιας και οι ίδιοι οι καθηγητές του Harvard θεώρησαν πως το πανεπιστήμιο θα ήταν μια ζόρικη περίπτωση για ένα εννιάχρονο, όσο έξυπνο και να ήταν αυτό.
Με το που πάτησε τα 11 του όμως ο William μπήκε σε πειραματικό τμήμα μαζί με άλλα, πρόωρα μπασμένα στο πανεπιστήμιο, πιτσιρίκια. Εκεί είχε για καθηγητές μερικούς εξαίρετους μαθηματικούς, οι οποίοι προέβλεπαν πως ο μικρός θα ήταν το next big thing για το μέλλον των μαθηματικών. Είχαν δίκιο να πιστεύουν κάτι τέτοιο, αφού ο William είχε άριστη κατανόηση εννοιών που δύσκολα τις καταλαβαίνει και τις χειρίζεται ακόμα και ένας ενήλικος γνώστης του αντικειμένου.
Σίγουρα αναρωτιέσαι ακόμα “τι μπορεί να πήγε στραβά;“.
Όπως αναφέραμε, οι γονείς του William να φρόντισαν μεν για την εξαιρετική μόρφωση του μικρού, αλλά παρέλειψαν σε εγκληματικό βαθμό την κοινωνικοποίηση του. Βέβαια, όσο ήταν ακόμα υπό την προστασία της φαμίλιας του και χωμένος μέσα στα βιβλία του, δεν έτρεχε κάστανο. Όταν όμως αναγκάστηκε να βγει από το άνετο καβούκι του και να πάει στο πανεπιστήμιο, τα πράγματα παραπαλούκεψαν. Ο κόσμος έξω από τις οικογενειακές αγκάλες συχνά δεν είναι και ότι καλύτερο, ειδικά αν δεν έχεις κανένα εφόδιο για να τον διαχειριστείς, όπως συνέβη στη περίπτωση του William.
Χωρίς να έχει αναπτύξει μέχρι τότε κοινωνικές επαφές με συνομήλικούς του και γενικά κόσμο εκτός οικογένειας, πήγε “ξεβράκωτος στα αγγούρια” και έγινε στόχος παρενόχλησης των συμφοιτητών του. Μπορεί οι καθηγητές να τον λάτρευαν, αλλά οι συμφοιτητές του, σίγουρα παρακινούμενοι από ζήλια, αλλά και βλέποντας πόσο άβγαλτο πιτσιρίκι ήταν, δεν καταδέχονταν να τον πάρουν στα σοβαρά και του έκαναν την ζωή δύσκολη με κάθε ευκαιρία.
Ο William για αυτούς δεν ήταν απλά ο κοινός καρπαζοεισπράκτορας “σπασίκλας” που υπάρχει σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα. Ο William ήταν μια τίγκα upgraded έκδοση αυτού του κλισέ. Ήταν ο “μικρότερος σε ηλικία, αξιοζήλευτα έξυπνος και εντελώς κοινωνικά ανεπίδεκτος σπασίκλας” πράγμα που τον έκανε ένα κάτι παραπάνω από εύκολο στόχο για τα υπόλοιπα καλόπαιδα στο Harvard.
Περιττό να αναφέρω πως οι δημοσιογράφοι ασχολούνταν συχνά πυκνά με το θαυματουργό μας πιτσιρίκι, και ξέρεις τι παίζει όταν αυτοί πιάνουν κάποιον στο λερό στόμα τους: υπερβολές, ανακρίβειες και ότι άλλο μπορεί να βοηθήσει στη στοχοποίηση μιας τέτοιας περίπτωσης. Έτσι ο μικρός μας πέρασε μια πενταετία μούρλια εκεί στο Harvard, με περίσσιο ψυχολογικό πόλεμο από τους αξιαγάπητους συμφοιτητάς του.
Στα 16 του, πήρε το πανεπιστημιόχαρτο στο χέρι και δήλωσε σε στο Τύπο πως σκοπεύει να περάσει την ζωή του μακριά από τις γυναίκες και τα φώτα της δημοσιότητας. Επίσης γράφτηκε στο Harvard Graduate School for Arts and Sciences. Τα συμφοιτητάρια του εκεί όμως το παρατράβηξαν το παιχνίδι και μάλλον τον τουλούμιασαν στο ξύλο, με αποτέλεσμα οι γονείς του να θορυβηθούν και να τον στείλουν στο Rice Universtiy για να γίνει βοηθός καθηγητής στο τμήμα των μαθηματικών. Όταν πάτησε στο Rice ήταν μόλις 17 ετών.
Μόνο που και εκεί τα πράγματα του έκατσαν εύκολα. Ο ίδιος θεωρούσε πως δεν το ‘χει σαν καθηγητής. Παράλληλα η ασέβεια των μαθητευόμενων του, που ήταν μεγαλύτεροί του σε ηλικία και μάλλον θεωρούσαν επιτρεπτό το να τραμπουκίζουν τον ανήλικο καθηγητή τους, χειροτέρευε την κατάσταση. Έτσι δεν άργησε να σηκωθεί και να φύγει — ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα ότι του ζητήθηκε να αφήσει τη θέση του.
Μετέπειτα, αντί να συνεχίσει σε σπουδές πάνω στα μαθηματικά, αποφάσισε να γυρίσει στα παλιά του τα λημέρια και να γραφτεί στη Νομική σχολή του Harvard. Έκατσε εκεί από το Σεπτέμβριο του 1916 μέχρι τον Μάρτιο του 1919, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Δύο μήνες μετά την αποχώρηση του από το πανεπιστήμιο, έγινε τσακωτός από τις αρχές, επειδή είχε λάβει μέρος στη πρωτομαγιάτικη πορεία Σοσιαλιστών στη Βοστόνη και καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκισης. Ο πατέρας του κατάφερε να τον βγάλει από την στενή και τον σπίτωσε στο New Hampshire, στο σανατόριο όπου έτρεχε ο ίδιος.
Τι καλά που πέρασε εκεί στο σανατόριο ο William!
Οι γονείς του ήθελαν να τον φέρουν στα μέτρα και στα σταθμά τους και να επιλέξουν οι ίδιοι για το τι θα έκανε από εδώ και πέρα στη ζωή του. Όποτε προσπαθούσε με οποιοδήποτε τρόπο να τους φέρει αντίρρηση, αυτοί τον απειλούσαν πως θα τον βγάλουν τρελό και θα τον κλείσουν στο ψυχιατρείο. Μπορείς, όχι απλά να πιάσεις, αλλά να αγκαλιάσεις σφιχτά και παθιασμένα την ειρωνεία της όλης κατάστασης. Το “ας πειραματιστούμε πάνω στο παιδί μας” έγινε “ω, τι καλά, κοίτα πιάνουν τα μαγικά μας” και κατέληξε στο “μαλακία κάνουμε, σε ποια ανθρώπινη χωματερή να χαντακώσουμε το λάθος μας;“
Μια διετία κράτησε αυτή η παραμύθα και έπειτα ο William την έκανε σκαστός για Νέα Υόρκη. Εκεί άρχισε να κτίζει τη ζωή του σιγά σιγά, ακολουθώντας τους δικούς του κανόνες. Δούλευε συχνά σε χειρωνακτικές μικροδουλειές, μιας και είδε από πρώτο χέρι πως το ακαδημαϊκό lifestyle δε του πήγαινε διόλου. Οι δημοσιοκάφροι όπως ήταν φυσικό είχαν “κάτι να πουν” για την οριστική απομάκρυνση του William από τα -φαύλα- φώτα της δημοσιότητας. Δωσ’ του λοιπόν δημοσιεύματα της φάσης “η ιδιοφυΐα έσβησε“, “κουρασμένος από τη σκέψη” και άλλα τέτοια γενικόλογα και αναληθή.
Καμιά ιδιοφυία δεν “έσβησε” και κανένας άνθρωπος που είναι μαθημένος να δουλεύει τόσο πολύ το κεφάλι του δεν μπορεί να “κουραστεί” από το να σκέφτεται. Αυτό που κούρασε τον Sidis ήταν το ότι τον διαχώριζαν από τους άλλους ανθρώπους επειδή έτυχε οι γονείς του να τον μεγαλώσουν όπως τον μεγάλωσαν. Είχε βαρεθεί να είναι το επίκεντρο της προσοχής και να έχει τον κάθε άσχετο να βγάζει ανούσιες βρώμες για την αφεντιά του. Ήθελε την ησυχία και τη γαλήνη που δεν του προσφέρθηκε τόσα χρόνια, αυτό δεν σήμαινε πως θα εγκατέλειπε το διάβασμα και το κυνήγι των γνώσεων.
Κάθε άλλο, από τότε που εξαφανίστηκε από τα κοινά έγινε πολυγραφότατος και ασχολήθηκε με ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, από φιλοσοφία και ανθρωπολογία μέχρι φυσική και κοσμολογία. Δημοσίευε αρκετά από τα κείμενά του, χρησιμοποιώντας πάντα ψευδώνυμα — λέγεται πως είχε γύρω στα 8 από δαύτα.
Οπότε ο δικός μας έκανε μια ήσυχη ζωή, μακριά από την πιεστική του οικογένεια και τους, μάλλον κακόβουλους, ακαδημαϊκούς κύκλους, μαζεύοντας κάποιους καλούς και υποστηρικτικούς φίλους στην πορεία. Μπορεί να θεωρούταν από τον πολύ τον κόσμο εκκεντρικός, αλλά ότι δεν στρογγυλοκάθεται στα γενικά στάνταρ “εκκεντρικό” θεωρείται, οπότε μικρό το κακό.
Την ησυχία του βέβαια διατάραξε μια ρεπόρτερ της New York Times το 1937, η οποία τον προσέγγισε στη ζούλα, έτσι ώστε να γράψει άρθρο για το τι απέγινε αυτό το “παιδί θαύμα“.
Ο William βρήκε το εν λόγω άρθρο, το λιγότερο προσβλητικό, ταπεινωτικό και κινήθηκε δικαστικώς εναντίον της εφημερίδας, κερδίζοντας στο τέλος την υπόθεση. Ήδη η άποψή του για τους δημοσιογράφους δεν ήταν και η καλύτερη και με μια τέτοια κίνηση τα μπαρμπαδέλια του Τύπου κυριολεκτικά προκαλούσαν την τύχη τους. Ευτυχώς τους έτριξε τα δόντια επαρκώς και δεν τον ξαναενόχλησαν ποτέ ξανά.
Τα εναπομείναντα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην αφάνεια, που τόσο γαλήνη του προσέφερε, και άφησε αυτό τον κόσμο που τόσο άδικος και σκληρός στάθηκε μπροστά στην ευφυΐα του, το 1944, σε ηλικία 46 ετών.
Αιτία θανάτου; Εγκεφαλική αιμορραγία. Μπορείς να αγκαλιάσεις για ακόμη μια φορά την ειρωνεία, στο επιτρέπω. Να σημειώσω εδώ, έτσι για το γλυκάκι της υπόθεσης, πως και ο πατέρας του πέθανε από την ίδια ακριβώς πάθηση. Αγκάλιασε την ειρωνεία σου λέω!
Τώρα νομίζω πως σου λύθηκε η απορία, για το τι πήγε τόσο λάθος και ένα τέτοιο εξαίρετο τυπάκι χάθηκε στη λήθη.
Οφείλεις να παραδεχτείς πως ο William τηρούσε όλα τα χαρακτηριστικά της τραγικής φιγούρας και πως το γνωστικό επίπεδο και η ευφυΐα του αποτέλεσαν σε μεγάλο βαθμό πηγές δυστυχίας για τη πάρτη του. Αυτό μπορούμε να πούμε πως έγινε κυρίως γιατί οι άνθρωποι τριγύρω του δεν ήξεραν πως να αντιμετωπίσουν αυτές τις ιδιαιτερότητές του, με αποτέλεσμα να κάνουν άσχημες χοντράδες εις βάρος του. Παράλληλα ο ίδιος δεν είχε λάβει από νωρίς τα κατάλληλα εφόδια για να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό κόσμο και έτσι παρά το ισχυρότατο διαλεκτικό του κομμάτι, έβρισκε μεγάλες δυσκολίες στο να λειτουργήσει μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Αν έχουμε κάτι να μάθουμε από τον William είναι πως οι κοινωνίες ακόμα και σε τέτοιες, θετικές περιπτώσεις, δύσκολα αποδέχονται την διαφορετικότητα.
Είναι τουλάχιστον στενάχωρο να φέρεσαι με τόση αμέλεια σε μια τέτοια περίπτωση ατόμου, αλλά θα πεις εμείς τα ανθρώπια τις κάνουμε συχνά τέτοιες πατάτες. Όπως και να ‘χει, κράτα την κατά νου τη περίπτωση του William, για κάθε φορά που θα πας να κατακρίνεις την διαφορετικότητα κάποιου.
Να ελπίζω πως μπορείς να προσπαθήσεις κάτι τέτοιο ή μπα;
Όπως και να’χει θα τα πούμε και πάλι από βδομάδα