Πριν κάποιο καιρό είδαμε τη ζόρικη ζωή και το έργο της Ada Lovelace, κάνοντας μια πεταχτή αναφορά στον πατέρα της, που είναι γνωστός εδώ στα μέρη μας ως Λόρδο Βύρων. Ο μέσος Έλληνας έχει τον Byron στη συνείδηση του ως “εκείνο τον ξεπλυμμένο αγγλόφατσα φιλέλληνα”, επίσης τον ξέρει και από την ομώνυμη περιοχή της Αθήνας που φέρει το ένδοξο όνομα του.
Έτσι για την ιστορία αξίζει να αναφέρουμε πως το ολόκληρο πραγματικό του όνομα στα ελληνικά είναι Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρόνος Μπάιρον (αγγλικά: George Gordon Byron, 6th Baron Byron, Lord Byron).
Κατά τ’ άλλα, στη σχολική ύλη παραλείπουν να μας αναφέρουν τι ρόλο βαρούσε ο Βύρων την εποχή που έζησε και αν υπολογίσεις τον συντηρητισμό που υπάρχει στο υπάρχον / καταρρέον σύστημα παιδείας μας, κάτι τέτοιο δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει.
Ο Λόρδος Βύρων, πέραν των φιλελληνικών του ανησυχιών, υπήρξε ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ποιητές του ρομαντικού κινήματος. Επίσης ήταν mad, bad and dangerous to know (sic). Πραγματικά, γύρω από τη ζωή του έπαιζε απίστευτα πολύ drama τ’ οποίο χρήζει ανασκόπησης. Εξάλλου ένα από τα πράγματα που κάνουμε σε αυτή τη στήλη είναι ιστορικό κουτσομπολιό -η μόνη μορφή κουτσομπολιού που δέχεται χωρίς καμία ένσταση η γραφούσα- και ο Byron έχει εξαιρετικό υλικό για κάτι τέτοιο. Οπότε ας μην σε κρατάω άλλο, πάμε να δούμε τη φάση του.
Που λες, ο George Gordon Byron γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1788 στο Λονδίνο. Σημείωση: η απόφαση να γραφτεί αυτό το άρθρο πάρθηκε από τη γραφούσα πριν παρατηρήσει ότι τη μέρα δημοσίευσης του κλείνουν 226 χρόνια από τη γέννηση του. Ο πατέρας του ήταν ο καπετάνιος John “Mad Jack” Byron και η μητέρα του η Catherine Gordon, η οποία είχε αριστοκρατική καταγωγή και δεν ήξερε που έμπλεκε όταν παντρεύτηκε τον πατέρα του δικού μας.
Ο “Mad Jack” δεν ήταν και από τα καλύτερα παλικάρια εκεί έξω, μιας και παντρεύτηκε την Catherine για ένα μόνο λόγο: τη περιουσία της, αναγκάζοντας την να βγάλει στο κλαρί τις κτήσεις της για να πληρώσει ο ίδιος τα χρέη του. Και στα καπάκια φορτώθηκε και άλλα χρέη, με αποτέλεσμα να φυγαδευτεί προς Γαλλία μεριά για να γλυτώσει από τους δανειστές του.
Αρχικά η Catherine τον ακολούθησε, αλλά γύρισε προς τα τέλη του 1787 στη Βρετανία, για να γεννήσει τον γιόκα τους. Μια διετία αργότερα μετακόμισε στο Aberdeenshire, ενώ ήδη είχε χωρίσει με τον πατέρα του μικρού λίγο καιρό μετά τη γέννηση του. Δυστυχώς η σχέση της με τον τρελο-Τζακ -ο οποίος πέθανε το 1791- την άφησε μέσα στα χρέη και με μια άσχημη κυκλοθυμία, την οποία μεγαλώνοντας λουζόταν ο μικρός George.
Στα 10 του ο μικρός καβάτζωσε γη και τίτλο από το μεγαλοθειό του William Byron, και έγινε ο 6ος Βαρόνος Byron του Rochdale. Βέβαια η προγονική του κατοικία στο Abbey ήταν σε κακό χάλι, και γενικά αυτή η κληρονομιά δε βοήθησε τον ίδιο και τη μάνα του να βγούνε από την άσχημη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν χρόνια τώρα.
Και σαν να μην έφτανε η κακή οικονομική κατάσταση και οι άσχημες δυναμικές που είχε στις σχέσεις με τη μητέρα του, ο Byron γεννήθηκε με δυσμορφία στο δεξί του πόδι, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει, πράγμα που του δημιουργούσε μεγάλη ανασφάλεια την οποία προσπαθούσε να την αντισταθμίσει με εκρήξεις θυμού – που φυσικά δεν βελτίωναν την κατάσταση του.
Με όλα τα παραπάνω ανέπτυσσε σιγά σιγά έναν ασύδοτο χαρακτήρα σχετικά με όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τη ζωή του: τις σπουδές , τα ερωτικά του και τα οικονομικά του. Εδώ να σημειωθεί πως υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως ο Byron υπέφερε από διπολική διαταραχή, πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει πολλές από τις αλλοπρόσαλλες και αυτοκαταστροφικές του συμπεριφορές.
Το καλοκαίρι του 1803, στα 16 του βίωσε τη πρώτη μεγάλη του καψούρα με την Mary Chawoth με αποτέλεσμα το φθινόπωρο να αρνείται να επιστρέψει στο Harrow School, το οποίο ήταν σχολείο μόνο για αγόρια και είδε και έπαθε για να τον συνετίσει. Εν τέλει τον Ιανουάριο του 1804 πάτησε ξανά το πόδι του στο σχολείο. Εκεί άρχισε να συνάπτει ερωτικές σχέσεις-φιλίες με διάφορους από τους συμμαθητές του, με πιο χαρακτηριστικό το νταραβέρι που έπαιζε με τον τέσσερα χρόνια νεότερο του Jonh FitzGibbon, τον 2ο Κόμη του Glare.
Τον επόμενο χρόνο στάλθηκε στο Trinity College του Cambridge όπου συνέχισε να συνάπτει σχέσεις με αγόρια αλλά και φιλίες που θα τον ακολουθούσαν για όλη του τη ζωή. Την εποχή που ο δικός μας ζούσε τα πρώτα του ομοερωτικά σκιρτήματα, βέβαια, η βρετανική κοινωνία είχε αρχίσει να μοιράζει τις πρώτες της κόκκινες κάρτες σε άνδρες που νταραβερίζονταν με άλλους άνδρες, πολλές φορές φτάνοντας και σε δημόσιο απαγχονισμό. Και όπως καταλαβαίνεις αυτές οι συνθήκες κάποια στιγμή θα δυσκόλευαν (και άλλο) τη ζωή του Byron.
Ας αφήσουμε όμως τα οικογενειακά και ερωτικά του τερτίπια στην άκρη προς στιγμήν και ας ρίξουμε μια ματιά σε πληροφορίες που αφορούν το πρώιμο έργο του:
Ο Byron από μικρή ηλικία έγραφε ποιήματα και η παιδική του φίλη Elizabeth Pigot ήταν η πρώτη που τον έψησε να τα δημοσιεύσει, αλλά ο ίδιος ανακάλεσε την έκδοση της πρώτης του συλλογής με ποιήματα γραμμένα από τότε που ήταν 14 μετά από τη συμβουλή του αιδεσιμότατου Thomas Beecher. Και αυτό επειδή σε μεγάλο μέρος τους ήταν ερωτικοί στίχοι και “τζιζ κακό“, ο ερωτισμός είναι κίβδηλο πράμα και πρέπει να αποφεύγεται. Περιττό να πούμε πως μέρος αυτών των ποιημάτων κάηκαν από τον ίδιο τον Byron.
Η επόμενη του απόπειρα για έκδοση, χωρίς θρησκευόμενες αντι-ερωτικές παραβολές, έγινε γύρω στο 1809 με τη συλλογή “Hours of Idleness” που περιείχε παλαιότερα αλλά και πιο πρόσφατα ποιήματά του. Μετά από ένα ανώνυμο κράξιμο που έφαγε για αυτή τη συλλογή από το Edinburgh Review, έγραψε το πρώτο του σατυρικό έργο με τίτλο “English Bards and Scotch Reviewers“
Επίσης από το 1809 μέχρι το 1813 έκανε μια μεγάλη γύρα στη Μεσόγειο, μιας και τα μεγάλα σε διάρκεια ταξίδια αναψυχής ήταν συνήθης πρακτική για τους νέους της βρετανικής αριστοκρατίας. Βέβαια κάποιες κακές γλώσσες αναφέρουν πως ο Byron έκανε αυτό το ταξίδι προς αναζήτηση ομοφυλοφιλικού έρωτα και/ή επειδή ανησυχούσε μη τον πάρει στο κατόπι ο σύζυγος της Chawoth, επειδή αυτός συνέχιζε να της στέλνει επιστολές με ερωτόλογα.
Κατά τη διάρκεια του τουρ του πέρασε από Πορτογαλία, Ισπανία, Αλβανία, φιλοξενήθηκε μερικά φεγγάρια στην αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και κατέληξε στην Αθήνα.
Εκεί γνώρισε τον τότε 14χρονο Γάλλο στη καταγωγή Nicolo Giraud, ο οποίος του έμαθε ιταλικά και φημολογείται πως έγινε εραστής του για μια περίοδο. Έπειτα τον έστειλε σε ένα μοναστικό σχολείο στη Μάλτα και του κληροδότησε ένα αρκετά γενναιόδωρο ποσό, αλλά στη πορεία κάποια μαλακία έπαιξε και ακυρώθηκε η κληρονομιά.
Το 1810 έγραψε το “Maid of Athens, ere we part” για τη 12χρονη Τερέζα Μακρή, με την οποία είχε καψουρευτεί εκείνη τη περίοδο, ζητώντας μάλιστα το χέρι της σε γάμο και δίνοντας 500 λίρες για να την προικίσει. Εν τέλει οι εγκλίσεις και οι προσφορές του δεν έγιναν δεκτές και στη συνέχεια αυτός έφυγε για τη Σμύρνη. Από εκεί πήγε στη Κωνσταντινούπολη, έπειτα στη Μάλτα και τον Ιούνιο του 1813 επέστρεψε στη Βρετανία.
Γυρνώντας στη Βρετανία, η σκανδαλώδης ερωτική του ζωή έγινε το επίκεντρο της εκεί αριστοκρατίας. Και πως να μη γίνει: τραβιόταν με τη παντρεμένη Lady Caroline Lamb, την οποία γρήγορα βαρέθηκε, αλλά αυτή πήρε την απόρριψη κατάκαρδα και τον κυνηγούσε για πολύ καιρό.
Επίσης τραβιόταν με την Lady Oxford και μετέπειτα με την ετεροθαλή αδερφή του από τον πρώτο γάμο του πατέρα του, την Augusta Leigh, και φημολογείται πως η κόρη της, Elizabeth Medora Leigh, ήταν καρπός αυτού του αιμομικτικού ειδυλλίου. Στη συνέχεια γνώρισε και έπειτα παντρεύτηκε την Anne Isabella Milbanke, την γνωστή και ως Annabella, με την οποία απέκτησαν την Ada.
Αλλά ο γάμος τους ήταν δυσλειτουργικός. Ο Byron της φερόταν άσχημα και η Annabella εν τέλει διώχτηκε από την γαμήλια εστία τους, παίρνοντας μαζί και την μικρή Ada — τι απέγινε με την πάρτη τους μπορείς να το δεις εδώ.
O δικός μας, πάντως, μιας και τα είχε κάνει όλα σκατά και όλη η βρετανική αριστοκρατία τον έδειχνε με το δάχτυλο, το 1816 είπε να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να φύγει μια και καλή από τη Βρετανία. Πρώτος του σταθμός υπήρξε η Βενετία και συγκεκριμένα το νησάκι San Lazzaro delgi Armeni έξω από αυτήν.
Εκεί ο Byron έφαγε πατάτα με την αρμένικη κουλτούρα, έμαθε Αρμένικα φαρσί, έγραψε 2 βιβλία σχετικά με την αγγλική και αρμένικη γραμματική και πήρε μέρος στη σύνθεση ενός αγγλο-αρμενικού λεξικού. O ίδιος είχε εκπλαγεί με τις δυνατότητες αυτής της γλώσσας και ισχυριζόταν πως “ο Θεός μιλάει Αρμένικα“. Επίσης θεωρείται ο γεννήτορας της Αρμενολογίας και βασικός υπαίτιος για την διάδοση αυτής, ενώ επίσης ήταν υπεύθυνος για την ηθική ενθάρρυνση πολλών Αρμενίων ποιητών.
Το 1817 πήγε στη Ρώμη, έπειτα επέστρεψε στην Βενετία και μετά πήγε στη Γένοβα όπου ξεκίνησε να γράφει το σατυρικό ποίημα “Don Juan” βασισμένος στο θρύλο του Δον Ζουάν. Εκεί γνώρισε και τη νεαρή μα παντρεμένη Κοντέσα Teresa Guiccioli με την οποία τραβιόταν μέχρι το 1823. Η περίοδος που έμεινε στη Γένοβα ήταν από τις πιο παραγωγικές και καλοπερατσίδικες του Byron, όπου έκανε παρέα με το ζεύγος Shelley και άλλα καλόπαιδα του ρομαντικού κινήματος, διοργανώνοντας χοροεσπερίδες για χάρη τους. Περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο των Percy Shelley και Edward Williams από πνιγμό ο ίδιος αποφάσισε να έρθει προς τα μέρη μας, για να σαπορτάρει την επανάσταση που είχε ξεσπάσει μια διετία πριν. Στις 16 Ιουνίου του 1823 έφτασε στη Κεφαλλονιά.
Εκεί ξόδεψε 4.000 λίρες για να να επισκευάσει τα καράβια του ελληνικού στόλου και στις 29 Σεπτεμβρίου έφτασε στο Μεσολόγγι ενώνοντας τις δυνάμεις του με αυτές του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Παράλληλα έφαγε αγάπη με τον Έλληνα υπηρέτη του, τον Λουκά Καλανδριτσανό, αλλά αυτός δε φάνηκε να του ανταποδίδει τον έρωτα.
Μαζί με τον Μαυροκορδάτο ετοιμάζονταν να χτυπήσουν το φρούριο των Τούρκων στη Ναύπακτο και ο Byron ήταν υπεύθυνος για την προετοιμασία των πυρομαχικών. Για κακή του τύχη, όμως, αρρώστησε βαριά το Φεβρουάριο του 1824 και η πρακτική της αφαίμαξης που χρησιμοποιούνταν εκείνο το καιρό ως θεραπεία τον έκανε ακόμα πιο αδύνατο — μα γιατί;
Εν τέλει συνήλθε κάπως, αλλά τον Απρίλη έπιασε ένα γερό κρυολόγημα και τελικά πέθανε από σηψαιμία εξαιτίας της αφαιμακτικής θεραπείας, μάλλον με μη-αποστειρωμένα μέσα, που εφάρμοζαν οι γιατροί πάνω του, στις 19 Απριλίου του 1824, σε ηλικία 37 ετών.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες πήρανε βαριά τον θάνατο του. Υπήρχε και μια βρώμα που έλεγε πως αν κερδιζόταν ο πόλεμος και ζούσε ο Byron θα τον ανακήρυσσαν βασιλιά, αν και πιο σύγχρονοι ιστορικοί λένε πως κάτι τέτοιο μάλλον δεν ήταν πιθανό — για φαντάσου όμως μια εναλλακτική πραγματικότητα που τα ηνία του πρώιμου ελλαδικού κράτους θα τα είχε αυτός ο τρελάκιας — θα ήταν πιο outrageous και από την Jem.
To σώμα του μεταφέρθηκε και θάφτηκε στη Βρετανία, ενώ σύμφωνα με ορισμένες πηγές η καρδιά του έμεινε και θάφτηκε στο Μεσολόγγι.
Μετά το θάνατο του έγιναν πολλές προσπάθειες αναγνώρισης του ίδιου και του έργου του, μιας και αυτό επισκιαζόταν από την μέσα στις αντικρούσεις προσωπικότητα και ζωή του. Επίσης μετά θάνατον έπαιξε μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με την σεξουαλικότητά του και, ενώ βάσει των δεδομένων που υπάρχουν μπορούμε άνετα να τον χαρακτηρίσουμε αμφισεξουαλικό, υπάρχει ακόμα αμφιβολία για το αν πρέπει να του αποδοθεί σεξουαλική ταυτότητα, μιας και δαύτες θεωρούνται “μοντέρνο τερτίπι“. Προσωπικά τέτοιου είδους αναχρονισμούς δεν τους βρίσκω ιδιαίτερα αδόκιμους αλλά έτερον εκάτερον.
Εδώ τελειώσαμε με τα του Λόρδου Βύρων μια και καλή, και ελπίζω να μην με πάρουν στο κατόπι τίποτα πατριδολάγνοι, θεωρώντας ότι βεβηλώνω τη μνήμη του. Εμείς ανανεώνουμε το ραντεβού στην επόμενη βιογραφία μιας ακόμη σπουδαίας προσωπικότητας που σας το κρατάω ως έκπληξη προς το παρόν για το ποιος θα είναι.