Μεθαύριο λένε πως “θα καταστραφεί ο κόσμος“, πως θα είναι “η αρχή του τέλους της ανθρωπότητας” και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Όλοι γνωρίζουμε πως, κατά πάσα πιθανότητα, τίποτα το ιδιαίτερα συνταρακτικό δεν θα συμβεί. Το πολύ πολύ κάνα όργιο, καμιά κουλή ληστεία, άντε και μερικές αυτοκτονίες ζουλαμένων, όλα αυτά όμως με το σκεπτικό του ότι “έρχεται το Τέλοοος!“.
Αν δεν μας είχαν στουμπώσει στο κεφάλι αυτή την χαζή ιδέα, θα ήταν ακόμα μια φυσιολογική μέρα για όλο τον κόσμο, πέρα των παγανιστών που θα έκαναν το καθιερωμένο πάρτι τους για το χειμερινό ηλιοστάσιο. Έλα όμως που “ποτέ δεν ξέρεις” και μπορεί μεθαύριο όντως κάτι να πάει πολύ στραβά και μας στείλει όλους για βρούβες. Έτσι, σκεπτόμενός πως ίσως αυτή είναι η τελευταία βιογραφία που θα έχεις την χαρά να διαβάσεις ανισόρροπε αναγνώστη, είπα να ασχοληθώ με μία πολύ αξιοσημείωτη περίπτωση που αντικειμενικά αξίζει τον κόπο και θα καταλάβετε παρακάτω τι εννοώ.
Η Artemisia Gentileschi (ελληνικά: Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι), η οποία ήταν Ιταλίδα μπαρόκ ζωγράφος του 17ου αιώνα, άνηκε στον κύκλο των Καραβατζιστών και ήταν από τους πιο ταλαντούχους εκπροσώπους αυτού του ρεύματος. Κατάφερε να αναλάβει σημαντικές δουλειές και να αναγνωριστεί ως ισάξια των αρσενικών συναδέλφων της.
Νομίζω, είναι αντιληπτό πως στο χώρο της Τέχνης – και σε πολλούς άλλους τομείς – για αρκετό καιρό στρογγυλοκάθονταν αποκλειστικά αρσενικοί και σχεδόν απαγόρευαν στις γυναίκες να αράξουν σιμά τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, για μια μεγάλη χρονική περίοδο, σχεδόν πλήρη ανυπαρξία δειγμάτων αξιόλογης ζωγραφικής καμωμένης από γυναικείο χέρι. Όχι γιατί οι γυναίκες ζωγράφοι “δεν το είχαν” αλλά επειδή το κοινωνικό γίγνεσθαι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δυσκόλευε την πορεία και την ανάδειξή τους σε αξιόλογες ζωγράφους.
Η Artemisia κατάφερε να γίνει η εξαίρεση, τουλάχιστον όσο ζούσε, γιατί μετά τον θάνατο της οι “άνθρωποι της τέχνης” την κουκούλωσαν για πολύ καιρό, αποδίδοντας δικά της έργα στον πατέρα της ή σε άλλους σύγχρονους της καλλιτέχνες.
Το όνομα και τα ζωγραφικά επιτεύγματά της βγήκαν πάλι στο φως από τότε που οι φεμινίστριες άρχισαν να οργανώνονται και να εισβάλλουν στο χωροχρονικό μας συνεχές — διόλου άσχημα if you ask me, μια που η Gentileschi ήταν μια πολύ αξιόλογη καλλιτέχνης, που ήδη αδικήθηκε τρομακτικά από τον ανδροκρατούμενο χώρο της τέχνης, εξαιτίας του φύλου της. Το ότι αναγνωρίστηκε εκ νέου η αξία της μόνο θετικό μπορεί να είναι.
Μη σε ζαλίζω όμως, εδώ μου ήρθες για βιογραφία, όχι για να κάτσεις να με υποστείς να αναπτύσσω τι πήγαινε και τι -συνεχίζει να- πηγαίνει στραβά με τη θέση της γυναίκας στο χώρο της τέχνης, στην κοινωνία και γιατί τα άτομα των δύο φύλων δεν βγάζουν άκρη τέλος πάντων. Πάμε βιογραφία λοιπόν!
Η Artemisia Gentileschi γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου του 1593 στη Ρώμη και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν κόρη ζωγράφου, του Orazio Gentileschi. Από τότε που ήταν πιτσιρίκα ο πατέρας της την έβαλε να δουλεύει μαζί με τους αδερφούς της στο εργαστήριο του.
Ξέρεις πως πάει, οι ζωγραφοπατεράδες συνήθως φρόντιζαν να περάσουν τις γνώσεις και τα λοιπά resources που είχαν στα βλαστάρια τους για να εξασφαλίσουν το μέλλον τους και να διατηρήσουν για όσες περισσότερες γενιές ήταν δυνατό τη μπίζνα τους.
Το παράδοξο στη φάση των Gentileschi ήταν πως το μόνο από τα σπόρια του μπάρμπα Orazio που έδειξε ιδιαίτερη κλίση προς το αντικείμενο ήταν η μικρή Artemisia. Ο μπαμπάς φαίνεται να μην ήταν και ιδιαίτερα σεξιστικά προκατειλημμένος και αφού το κορίτσι του ήθελε να γίνει ζωγράφος, θα του έλεγε “όχι“;
Αρχικά, όπως όλοι οι καλλιτέχνες τότε, βοηθούσε τον πατέρα της κάνοντας χαμαλοδουλειές. Σύντομα όμως πέρασε από το στάδιο του βοηθού σε αυτό του ζωγράφου. Στα 17 της φιλοτέχνησε τον πρώτο της πίνακα, το “Susanna and the Elders“. Λέγεται πως ο μπαμπάς Orazio της είχε δώσει αρκετά hints για αυτό το έργο, ίσως να του έβαλε χέρι και ο ίδιος, αλλά όπως και να ‘χει ήταν ένα αξιοπρεπέστατο -ας μην πω μεστό- έργο για ένα κορίτσι 17 χρονών.
Όταν η μικρή πάτησε τα 18, ο πατέρας της την έβαλε υπό την εποπτεία του ζωγράφου Agostino Tassi, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί για μια σειρά τοιχογραφιών. O Tassi όμως δεν ήταν και από τα καλύτερα κουμάσια. Μιας και τα μαθήματα που έκανε στην μικρή ήταν πριβέ, του φάνηκε έξοχη ιδέα να την βιάσει. Μικρή, αθώα και αφελής, η Artemisia έβαλε στην άκρη το γεγονός του βιασμού όταν ο Tassi της έταξε γάμο. Δεν είμαι σίγουρος με πιο κριτήριο μια γυναίκα θα ήθελε να παντρευτεί τον βιαστή της, αλλά μάλλον φοβόταν πως έτσι “χαλασμένη” που ήταν, κανείς άλλος δεν θα την έπαιρνε και το πως να παντρευτεί τον Tassi ήταν η μόνη λύση.
Ο γάμος δεν έγινε ποτέ όμως, μιας και 9 μήνες μετά τον βιασμό ο Tassi διέλυσε τον αρραβώνα. Η δικαιολογία του; Μερικές φήμες που έλεγαν πως η Artemisia τραβιόταν με άλλον άντρα. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν όντως αυτές οι φήμες αλήθευαν ή όχι, αλλά ο Tassi αποδείκνυε για ακόμα μια φορά πόσο αρχιδάκι ήταν. Μετά τη διάλυση του αρραβώνα ακολούθησε “τσι πουτάνας το κάγκελο“: ο Orazio έσυρε τον Tassi στα δικαστήρια κατηγορώντας τον πέρα από τον βιασμό της κόρης του και για κλοπή ενός πίνακα του.
Το τζέρτζελο της δικαστικής διαμάχης κράτησε 7 μήνες, μέσα στους οποίους, πέρα από τις κλασσικές ακροάσεις, είχαμε γυναικολογικές εξετάσεις αλλά και s/m σκηνικά — για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο βασάνισαν την Artemisia με thumbscrews. Γιατί; Είπαμε, δεν έχω ιδέα, αλλά οι κυριούλιδες που το έκαναν όλο και κάποια ευφάνταστη δικαιολογία θα βρήκαν.
Όλη αυτή η μασκαράτα τελείωσε με τον Tassi ένοχο και όχι μόνο για τον βίαιο ξεπαρθένεμα της Artemisia. Του φορτώθηκαν επίσης η πρόθεση φόνου της πρώην συζύγου του, τα πηδήματά του με την πρώην κουνιάδα του και το ότι σχεδίαζε να κλέψει κάποιους πίνακες του Orazio. Για όλα αυτά τα όμορφα η ποινή του ήταν ένας χρόνος φυλάκισης την οποίο ποτέ δεν εξέτισε — η Δικαιοσύνη πέρα από τυφλή παίρνει και λάθος φάρμακα από τον γιατρό της.
Την ίδια περίοδο που πραγματοποιούταν η δίκη, η Artemisia δούλευε έναν πίνακα που απεικόνιζε την κλασσική σκηνή του αποκεφαλισμού του Ολοφέρνη από την Ιουδήθ.
Ο πίνακας ολοκληρώθηκε το 1612 και είναι ένα ιδιαίτερα βίαιο έργο, το οποίο έχει κάνει πολλούς να αναφωνήσουν: “Αυτό δεν μπορεί να το έχει κάνει γυναίκα!“. Το γίγνεσθαι αυτού του πίνακα είναι συνυφασμένο με την, όχι και τόσο έκδηλη, βίαιη φύση της γυναίκας ενώ η “γυναικεία τρυφερότητα” που τόσο δεδομένη θεωρούταν εκείνη την εποχή, έχει πάει περίπατο.
Γενικά, μέσα στα έργα της η Artemisia εξυμνεί την γυναικεία δύναμη και τα μοιραία θηλυκά, που σηκώνουν το ανάστημα -και το στιλέτο τους πολλές φορές- στους άντρες που έχουν σαν σκοπό να τις εκμεταλλευτούν. Φυσικά όλο αυτό ήταν απόρροια του δικού της βιώματος, μέσα από το οποίο βγήκε με την θέληση να είναι κυρία του εαυτού της και όχι υποχείριο κάποιου αναξιόπιστου άντρα.
Παρόλα αυτά, ένα μήνα μετά την ολοκλήρωση του αποκεφαλισμού του Ολοφέρνη, ο πατέρας της, της κανόνισε συνοικέσιο με τον ζωγράφο Pierantonio Siatessi.
Μετά το γάμο το ζευγάρι πήγε στη Φλωρεντία, απ’ όπου καταγόταν ο Siatessi. Η Artemisia φυσικά, αντί να γίνει η καλή και πειθήνια housewife που ζητούσαν τα πρότυπα της εποχής, άρχισε να κτίζει την καριέρα της, αρχικά δουλεύοντας για τον ανιψιό του Michelangelo, τον Michelangelo Buonarroti τον νεότερο που της ανέθεσε μια τοιχογραφία στη Casa Buonarroti και μετέπειτα κερδίζοντας την εύνοια των Μεδίκων και του βασιλιά Charles I της Αγγλίας.
Στη συνέχεια, έγινε δεκτή από την Accademia delle Arti del Disegno, δηλαδή την ακαδημία ζωγραφικής της Φλωρεντίας — πουρουπούμ πουρουπούμ! Ήταν το πρώτο θηλυκό που πάτησε πόδι μέσα στην εν λόγω ακαδημία, όχι σαν μοντέλο αλλά σαν φοιτήτρια.
Η αλήθεια είναι πως το επίτευγμά της (γιατί περί επιτεύγματος πρόκειται) δεν ξεσήκωσε τις αντιδράσεις που θα περίμενε κανείς, μάλλον κυρίως λόγω του χαρακτήρα της, που φρόντιζε να τα έχει καλά με τον κόσμο και κυρίως με όσους είχαν αξιοσέβαστη κοινωνική θέση. Πέρα από τους Μεδίκους, τον βασιλιά της Αγγλίας και τον junior Michelangelo, είχε άριστες σχέσεις με έναν μεγάλο αριθμό αξιόλογων καλλιτεχνών της εποχής και αρκετά κολλητηλίκια με τον Galileo, με τον οποίο κράτησαν και μακροχρόνια αλληλογραφία.
Όμως, όσο γαμάτη social winner και να ήταν η Artemisia, οι τσέπες της είχαν τρύπες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή αυτή και ο σύζυγος της να αρχίσουν τα δανεικά και εν τέλει να μείνουν φτερά στον άνεμο. Κάπου εκεί διαλύθηκε και ο γάμος τους. Το καλό είναι πως για την Artemisia πάντα υπήρχε ο μπαμπάς Orazio και η Ρώμη — όχι δεν είναι η ιδέα σου, πρέπει να ήταν σε μεγάλο βαθμό “daddy’s little princess“.
Έτσι, το 1621 πήρε την κόρη της την Prudenzia (το μόνο παιδί που επιβίωσε από τις 5 γέννες της) γύρισε στη Ρώμη και έμεινε εκεί για 9 χρόνια. Την περίοδο αυτή, παρά τις γνωριμίες και την καλή ζωή που εξασφάλισε για τις κόρες της -γέννησε μια δεύτερη κόρη το 1627- οι δουλειές που της ανατέθηκαν στην Ρώμη δεν συγκρίνονταν με τους παπάδες που έκανε στη Φλωρεντία, με αποτέλεσμα η ζωγραφική της να “κάτσει” αρκετά και να γίνει πιο γλυκερή και γυναικεία, πράγμα που μάλλον δεν την ευχαριστούσε.
Επειδή στην Ρώμη χαΐρι δεν έβλεπε, αποφάσισε να μετακομίσει στη Νάπολη. Η Νάπολη έγινε η δεύτερη πατρίδα της μιας και ήταν μια πόλη γεμάτη φιλότεχνους, με αποτέλεσμα να μην ξεμένει από δουλειά. Όπως είδες και παραπάνω δεν της ήταν καθόλου δύσκολο να πιάσει άκρες όπου και αν πήγαινε. Έτσι και εδώ, κατάφερε να κάνει τις κατάλληλες διασυνδέσεις και μάλιστα ξεκίνησε μακροχρόνια συνεργασία με τον ζωγράφο Massimo Stanzione.
Το 1638, αφού είχε παντρέψει τις κόρες της, μιας και καμία από τις δύο δεν ψηνόταν να ακολουθήσει τα χνάρια στης μαμάς, πήγε ένα ταξιδάκι προς Αγγλία, στην αυλή του βασιλιά Charles, για τον οποίο είχε πιάσει δουλειά ο πατέρας της.
Ο Charles ήταν τρελαμένος συλλέκτης και καιρό ψημένος να γνωρίσει την Artemisia, την οποία ο ίδιος κάλεσε στην αυλή. Οι Gentileschi λοιπόν δούλευαν μια τοιχογραφία με τον θρίαμβο της Ειρήνης και των Τεχνών σε κάποιο από τα ταβάνια του παλατιού. Δυστυχώς ο μπαμπάς Gentileschi πέθανε ξαφνικά το 1639, έτσι Artemisia ήταν υποχρεωμένη να ολοκληρώσει τις δουλειές του πατέρα της προτού γυρίσει στην Ιταλία. Κάθισε λοιπόν στην Αγγλία για άλλη μια τριετία.
Το 1642 επέστρεψε στα πάτρια εδάφη. Από εκεί και μετά λίγα πράγματα είναι επιβεβαιωμένα για τις κινήσεις της. Σίγουρα το 1649 ήταν πίσω στην λατρεμένη της Νάπολη. Πολλοί λένε πως πρέπει να πέθανε το 1652/53 αλλά η δουλειά της δείχνει πως τουλάχιστον μέχρι το 1654 ήταν alive kicking and painting. To πιο πιθανό είναι να πήγε από τον λιμό του 1656, ο οποίος ξεκλήρισε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών στη Νάπολη.
Μετά τον θάνατό της, όπως ήδη αναφέραμε, πέρασε στην αφάνεια. Από τον 19o αιώνα άρχισαν να την ξεθάβουν και πάλι oι φεμινίστριες και οι κριτικοί τέχνης και μέσα στον 20ο αιώνα να την παραδέχονται ακόμα και άντρες κριτικοί ως ισάξια των ανδρών συγχρόνών της και να αναγνωρίζουν την καλλιτεχνική της προσφορά.
Στο κάτω κάτω κάτι τέτοιο της αξίζει, γιατί άσχετα με την τεχνική της κατάρτιση που ήταν εξαιρετική και πολύ συχνά καλύτερη από αυτή των αρσενικών συγχρόνων της, κατάφερε να κινηθεί μέσα σε έναν κόσμο που είχε την τάση να αντιμετωπίζει τέτοιες κινήσεις με εχθρικότητα και γύρισε την όλη κατάσταση προς όφελος της.
Αν δεν είναι αξιοθαύμαστη μια γυναίκα που κατάφερε να μεγαλουργήσει “against all the odds” σε έναν κόσμο που εχθρεύεται την επιτυχία της και την υποσκελίζει, τότε τι είναι αξιοθαύμαστο;
Τέλος πάντων, αν μεθαύριο όντως μας βρει το τέλος, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα έχει νόημα. Αν πάλι,πράγμα πιο πιθανό, συνεχίσουμε να σουρτουκεύουμε για αρκετούτσικο καιρό ακόμα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, ελπίζω να βγει επιτέλους μια άκρη με δαύτη τη “μάχη των φύλων“.
Όσο και να με χαροποιούν περιπτώσεις σαν της Gentileschi, άλλο τόσο θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, υπό το πρίσμα του ότι η κολόνια της διάκρισης μεταξύ των δύο φύλων (και γενικά οι κολόνιες των διακρίσεων) εκτός απ’ το ότι κρατάνε χρόνια, βρωμοκοπάνε. Γιατί να πρέπει να είναι επίτευγμα που έρχεται μετά κόπων και βασάνων η αναγνώριση της αξίας μιας γυναίκας, ενός μετανάστη, ενός “έγχρωμου”; Αναρωτήσου πάνω σε αυτό.
Το ξέρουμε όλοι πως αυτός ο κόσμος, με τις παράλογες και βάναυσες νοοτροπίες του δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο τώρα στα κοντά, ίσως να μην αλλάξει και ποτέ, αλλά δεν αξίζει όλοι, ατομικά έστω, να ενδιαφερθούμε για το πως μπορούν να γίνουν μικρά βηματάκια προς κάτι καλύτερο;