Οι γιατροί είναι μια ιδιαίτερη φάρα. αλλά τους εμπιστευόμαστε τυφλά, ενώ κάποιοι άλλοι δε θέλουν να τους βλέπουν μπροστά τους. Συνήθως σαν σύνολο έχουν την φήμη του “χασάπη” του “φραγκοφονιά“, και πολλές φορές τον τίτλο του “απατεώνα” ή πιο λαϊκά “κομπογιαννίτη“.
Με ένα τέτοιο παλικάρι θα ασχοληθούμε σήμερα, μόνο που ο κύριος δεν είναι ένας απλός φραγκοφονιάς με ρόμπα, αλλά ένας brutal φονικός απάνθρωπος, παρανοϊκός, και θριλερικός φραγκοφονιάς με ρόμπα. Τίγκα upgrated έκδοση. Ακόμη και ο συμπαθέστατος Jack Kevorkian μπροστά του, μοιάζει να μαζεύει μαργαρίτες.
Ο Kevorkian εδώ που τα λέμε ήταν εκπλεπτυσμένος κάφρος (ή τέλος πάντων το πάλευε για να φαίνεται εκλεπτυσμένος), ο τύπος που θα μας απασχολήσει σήμερα όμως είχε ξεπεράσει πολλά όρια. Τόση καταστροφική καφρίλα και παρταλοσύνη μαζεμένες σε ένα μόνο άτομο και εκτελεσμένες από αυτό είναι τρομακτικές, προκαλούν έκπληξη, σοκάρουν ακόμη και τους πιο αναίσθητους. Μην σας κουράζω όμως άλλο με προλογικό μπίρι-μπίρι.
Πάμε φώτα! Ανοίξτε την αυλαία κι ας αρχίσουμε!
Σήμερα θα σας καταστρέψω τα μάτια με την ιστορία του ντόκτορα Marcel Petiot. Μεγάλο κάθαρμα. Απατεώνας, κομπογιανίτης, ψεύτης, κλέφτης, ψυχοπαθής και μανιακός δολοφόνος. Κυκλοφορούσε βέβαια με την επωνυμία “ιατρός“, αλλά προφανώς βεβήλωνε τον όρκο του στον Ιπποκράτη πολύ περισσότερο από τον μέσο γιατρό. Υπολογίζεται πως ξεπάστρεψε γύρω στα 60 άτομα, αν και πιθανό είναι πως ήταν περισσότεροι οι άτυχοι που έπεσαν στα χέρια του. Επίσης, ήταν αρκετά ψεύτης ώστε μερικές λεπτομέρειες για την πάρτη του να μην έχουν ταυτοποιηθεί απόλυτα. Ας τα πάρουμε όμως με την σειρά…
Γεννήθηκε στην Auxerre της Γαλλίας στις 17 Ιανουαρίου του 1897. Οι γονείς του τον φόρτωσαν όνομα μακρινάρι: Marcel Andre Henri Felix Petiot. Σε αυτό το σημείο, τα παλικάρια από τον ιστότοπο New York Times θα έλεγαν πως η παραβατική του συμπεριφορά έχει ρίζες στο αντισυμβατικά μεγάλο του όνομα — χμου… Ίσως και να μην έχουν άδικο.
Ο Marcel που λες από μικρό ήταν αυτό που λέμε “παιδί λουλούδι” ή μάλλον “φιντάνι του Διαόλου”. Αν και ευφυής (διάβαζε σαν 10χρονο στα 5 του χρόνια) είχε καταρχάς τάσεις να απομονώνεται και διάσπαση προσοχής. Εντάξει αυτά δεν είναι κάτι. Υπάρχουν και χειρότερα.
Ας πούμε σκότωνε μικρά ζωάκια (πράγμα που σε προϊδεάζει κάπως για το τι “ποιόν” μπορεί να έχει κάποιος μεγαλώνοντας θαρρώ) ή στα 11 του πήρε το revolver του πατέρα του και το χρησιμοποίησε για την καφρίλα εκτός τάξης – όχι δεν είχαμε νεκρούς από το συμβάν. Κάπου στα δέκα του, οι γονείς του έπιασαν ότι κάτι δεν πάει καλά με το βλαστάρι τους και άρχισαν να συμβουλεύονται γιατρούς και ειδικούς μήπως και βγάλουν άκρη. Α, μπα. Πληροφοριακά ο δικός μας στα μικράτα του υπνοβατούσε, είχε σπασμούς και συνήθιζε να κάνει τα βραδινά του τσισάκια εκεί που δεν έπρεπε (βλέπε: πάνω του ή στα στρωσίδια του). Δύσκολη περίπτωση σε όλα του.
Το 1912 η μητέρα του πέθανε και ο Marcel μαζί με τον αδερφό του πήγαν να μείνουν με μια θεία τους, ενώ ο πατέρας τους έπιασε καινούρια δουλειά στο Joigny, 15 μίλια από το Auxerre. Μόνο που προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, ο Marcel έφαγε μια δια παντός αποβολή από το σχολείο. Έτσι, επειδή πλέον ήταν ανεπιθύμητος στο Auxerre, πήγε να μείνει με τον πατέρα του στο Joigny. Ξανά μανά, πάλι τα ίδια, απεβλήθειν κλωτσηδόν λόγω “ανάρμοστης συμπεριφοράς” και “υπερ-ενεργητικότητας”. Για να μην στα πολυλογώ, το ίδιο συνέβη σε ακόμα δύο σχολεία στο Auxerre και στο Dijon, και εν τέλει ξεμπέρδεψε με την ταλαίπωρη μόρφωση του σε ένα σχολείο για “ειδικές περιπτώσεις” στο Παρίσι.
Παράλληλα από τις “αθώες” παιδικές του καφρίλες, πέρασε σε καταδικάσιμες από τον νόμο ενέργειες. Αν ήταν pokemon θα λέγαμε πως εξελίχθηκε. Στα 17 του λοιπόν ψείρισε ένα ταχυδρομικό κουτί, αλλά επειδή ήταν “μικρό και άμαθο” ακόμα, έγινε τσακωτός και κατηγορήθηκε για κλοπή αλληλογραφίας και καταστροφή δημόσιας περιουσίας.
Στο δικαστήριο προσπάθησαν να τον αθωώσουν με τον πλέον κλισεδιασμένο τρόπο, δηλαδής ότι “είναι διαταραγμένος” και “έχει ψυχολογικά προβλήματα“, βάζοντας έναν ψυχολόγο να γράψει έκθεση υπεράσπισης για το μούλο μας. Επειδή λοιπόν αυτό το κόλπο με τα “ψυχολογικά προβλήματα” πρέπει να ήταν σχετικά καινούρια ανακάλυψη, ή έστω όχι και τόσο πολυχρησιμοποιημένο, έπιασε εύκολα στον δικαστή ο οποίος τον αθώωσε λόγω “ψυχικής διαταραχής“.
Συνεχίζοντας, ένα χρόνο αφού τελείωσε με το σχολείο, εν έτη 1916, πήγε και κατατάχθηκε στο γαλλικό πεζικό. Βλέπεις εκείνη την περίοδο ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν on the go και ο νεαρός καθίκης μας έπρεπε να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα. Τον Νοέμβριο του 1916 αποσπάστηκε στο μέτωπο και κατά τη διάρκεια μιας μάχης, μισό χρόνο αργότερα, τραυματίστηκε από τα θραύσματα μιας χειροβομβίδας. Ανάρρωσε μεν, αλλά άρχισε να βαράει διάφορες φρίκες και να παρουσιάζει σημάδια τύπου “δεν ειμ’ καλά, είμαι τρελός!“.
Συν αυτού, τον έπιασαν να κλέβει κουβέρτες στο στρατό και τον έστειλαν σε φυλακή στην Ορλεάνη (αυτά είναι ρε!). Μετέπειτα πήγε μια βόλτα προς την ψυχιατρική κλινική του Fleury les Aubrais όπου οι γιατροί διέγνωσαν πως έχει “νευρασθένεια, πνευματική ανισορροπία, πνευματική κατάθλιψη, μελαγχολία, εμμονές και φοβίες” και αθωώθηκε για την παραβατική του συμπεριφορά. Βέβαια παρόλο που τον αθώωσαν δεν τον απέταξαν από τον στρατό — γιατί; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! Όπως και να ‘χει ο Marcel βάρεσε νευρικό breakdown και πυροβόλησε το πόδι του.
Αυτό του έδωσε τρεις βδομάδες άδεια — μπορείς να το κάνεις και εσύ στρατευμένο μου νιάτο! Τι είναι ένα σάπιο πόδι μπροστά σε τρεις βδομάδες κωλοβαρέματος;
Επιστρέφοντας στο τάγμα τον Σεπτέμβρη του 1918, άρχισε να το παίζει τρελίτσα για ακόμη μία φορά και τελικά τον έστειλαν σε ένα ίδρυμα στη πόλη Rennes. Εκεί, στην προηγούμενη όμορφη λίστα ψυχικών νοσημάτων προστέθηκαν η αμνησία, η κατάθλιψη, η υπνοβασία και αυτοκτονικές τάσεις. Έξοχα. Ε, μετά από αυτό πήρε την πολυπόθητη απαλλαγή από την θητεία του, ενώ του δόθηκε μία σύνταξη για ποσοστό αναπηρίας στο 40%. Μετά από επανεξέταση της κατάστασης του, το 1920 το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 100% και του προτάθηκε να μπει σε ψυχιατρική κλινική. Και ο Marcel έκανε την πρόταση πράξη.
Έλα όμως που στην κλινική δεν μπήκε ως ασθενής, αλλά ως εκπαιδευόμενος σε ένα ταχύρρυθμο πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης για βετεράνους του γαλλικού στρατού, μέσω του οποίου κατάφερε να πάρει το πτυχίο του γιατρού μέσα σε χρονικό διάστημα 8 μηνών — είπαμε, ήταν ευφυής παρά την σκατοψυχιά του. Υπηρέτησε μετέπειτα, ως εκπαιδευόμενος, για δύο χρόνια σε ένα ψυχιατρείο στο Evreux και στις 15 Δεκεμβρίου του 1921 πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή του Παρισίου. Μετά (guess what!) άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του ιατρού παρά το τρελόχαρτο του — hip-hip-hooray!
Αφού πήρε το πτυχίο του μετακόμισε σε ένα χωριό, το Villeneuve sur Yonne και άρχισε να ασκεί το επάγγελμα. Όπως σου προανέφερα, ο τύπος δεν τιμούσε τον όρκο του στον Ιπποκράτη, και μόνο καλό γιατρό δεν τον έλεγες. Τίγκα στη διαφθορά, έκανε μπινιές για να τα παίρνει χοντρά από το κράτος και τους ασθενείς του, λοιδορούσε τους άλλους δύο γιατρούς του χωριού (“εγώ είμαι νέος, αυτοί είναι γέροι, ΕΜΕΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΕΙΤΕ!“) και χορηγούσε εθιστικά ή υπερδοσολογημένα φάρμακα στους ασθενείς του.
Το 1922, η υγειονομική επιτροπή του ζήτησε να παρουσιαστεί για επανεξέταση της ψυχικής του υγείας και για να αναθεωρηθεί εκ νέου η αναπηρική του σύνταξη (ναι,ναι την έπαιρνε ακόμα) αυτός αρνήθηκε την εξέταση και οποιαδήποτε καταβολή σύνταξης, λέγοντας πως κάτι τέτοιο τον υποβιβάζει. Τελικά όμως τον Ιούλιο του 1923 πήγε για την ρημάδα την επανεξέταση, και παρόλο που είχε δαγκωμένη γλώσσα από κρίση επιληψίας, καθώς και δεν φαινόταν να έχει σχέδια για το μέλλον, το ποσοστό αναπηρίας του μειώθηκε στα 50%.
Τρία χρόνια αργότερα βγήκε από την συνηθισμένη μοναξιά του (λέγεται πως ήταν αρκετά μονόχνοτος και δεν είχε πάρε δώσε με πολλούς ανθρώπους, παρά μόνο για να τσακωθεί) και τα έφτιαξε με μια κοπελιά απ’ το χωριό την Louise Delaveau. Η κοπελίτσα αυτή, νεαρή και σα τα κρύα τα νερά, εικάζεται πως ήταν το πρώτο του θύμα.
Αφού το σπίτι της ληστεύτηκε και κάηκε λίγο καιρό μετά την αρχή του ειδυλλίου, η Louise έγινε άφαντη τον Μάιο του 1926. Ο Marcel θεωρήθηκε ύποπτος, μιας και υπήρχαν μαρτυρίες γειτόνων για ένα “μεγάλο και ύποπτο μπαούλο” όπου ο Marcel φόρτωσε στο αμάξι του και το οποίο έμοιαζε αρκετά με ένα μπαούλο που βρέθηκε στον ποταμό του χωριού, λίγες βδομάδες αργότερα, και περιείχε το διαμελισμένο και σαπισμένο σώμα μιας γυναίκας το οποίο δεν αναγνωρίστηκε ποτέ.
Καπετάνιε Προφανή, έλα να μας δείξεις τον δρόμο! Και όμως οι αρχές θεώρησαν πως η Louise ήταν φυγάδα και έκλεισαν την υπόθεση. Οι πηγές που θα βρεις online θα σου πούνε πως αυτό έγινε εξαιτίας της επιπολαιότητας της έρευνας, αλλά κανείς δεν είναι τόσο χαζός ώστε να μην βλέπει κάτι τόσο πασιφανές — ή μήπως όχι; Στο μικρό Ανό μυρίζει μίζα.
Λίγο καιρό αργότερα ο Marcel έβαλε υποψηφιότητα για την δημαρχεία του χωριού και μετά από πολλή δολοπλοκία και συνεχές σαμποτάρισμα των αντιπάλων του, κέρδισε στις εκλογές με μεγάλο ποσοστό ψήφων — το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης είναι βλακωδώς εύπιστο, δεν είσαι μόνο εσύ γλυκέ μου Έλληνα.
Φυσικά παίρνοντας την εξουσία στα χέρια του την καπηλεύτηκε στο έπακρο, όπως συνηθίζουν άλλωστε να κάνουν οι πολιντικάντιδες, απλά βάλε και όλη την ψυχολογική σκατίλα που επικρατούσε μέσα του και νιώσε τι υπέροχο δήμαρχο είχαν εκεί στο sur Yonne!
Το ότι ήταν κλεπτομανής το ήξεραν όλοι. Πέρα από κλοπή χρημάτων από το ταμείο του Δήμου (πράγμα που το κάνει και η τελευταία τρύπα του ζουρνά αν έχει πρόσβαση σε αυτό) ήταν ύποπτος για την κλοπή ενός τυμπάνου από την τοπική μπάντα και ενός πέτρινου σταυρού για τον οποίο κάποτε είχε εκφράσει δυσαρέσκεια (ντισκορντιανά wtf τα δύο τελευταία).
Για τους κατοίκους του χωριού ήταν “love him or hate him,” ενώ ο ίδιος για όλα τα στραβά κατηγορούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους (βρε τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει;). Τελικά την δημαρχεία του την έχασε πρόωρα για κάτι τενεκέδες λάδι, κανονικό λάδι, όχι σαν αυτό που σου παίρνουν διάφορα καλόπαιδα εκεί έξω για να σε “εξυπηρετήσουν”. Κατηγορήθηκε πως τους έκλεψε αρχικά, αλλά τους είχε όντως αγοράσει. Απλά είχε δηλώσει πως ποτέ δεν του ήρθαν και ζήτησε μια παχυλή αποζημίωση για αυτό.
ΣΚΑΝΔΑΛΟ! ΣΚΑΝΔΑΛΟ!
Έτσι λοιπόν ξεμπροστιάστηκε μια και καλή στην μικρή κοινωνία του sur Yonne, έχασε την δημαρχεία, αλλά γλίτωσε την φυλάκιση.
Η μπρουταλιά όμως συνεχίζεται σε άλλα επίπεδα.
Το 1930 πιάνει φωτιά το σπίτι ενός συνδικαλιστή ονόματι Armand Debauve. Η σύζυγος του Henriette βρέθηκε νεκρή μέσα στο μισοκαμμένο σπίτι, χτυπημένη με κάποιο αμβλύ αντικείμενο.
Επίσης από το σπίτι έλειπαν 20.000 φράγκα. Το στίγμα του Marcel είναι ξεκάθαρο σε εμάς, αν και οι αρχές δεν το υποπτεύθηκαν, παρόλο που υπήρχε η βρώμα πως η Herniette ήταν ερωμένη του δικού μας και πως η αστυνομία βρήκε ίχνη που κατευθυνόταν σε ένα χωράφι προς το sur Yonne. Επίσης ο μόνος μάρτυρας, ένας τύπος με το επίθετο Fiscot, πριν καταθέσει έτυχε να επισκεφτεί τον ντόκτορα Petiot για κάτι ρευματισμούς που τον ταλαιπωρούσαν και ο ντόκτορας μας τον πρέζωσε με κάποια θανατηφόρα ποσότητα φαρμάκου και ύστερα υπέγραψε πιστοποιητικό θανάτου που απέδιδε τον θάνατο του Fiscot σε ανεύρυσμα.
Μετέπειτα ζητήθηκε από τον γιατρό μας να “ερευνήσει” την υπόθεση, γιατί ένας κάτοικος του sur Yonne είπε πως ο Marcel μπορούσε να αναγνωρίσει τον δράστη. Η χωροφυλακή του έστειλε έγγραφο το οποίο κάπου παράπεσε, για να βρεθεί πάλι το 1946 όταν πια η λερωμένη φωλιά του δικού μας φαινόταν από μίλια μακριά.
Το 1933 πήρε την φαμίλια του και πήγε στο Παρίσι. Παρέλειψα να σου αναφέρω πως το 1927 είχε παντρευτεί την Georgette Lablais, την 23χρονη κόρη ενός γαιοκτήμονα και τον Απρίλιο του 1928 έκαναν μαζί έναν γιο, τον Gerhardt.
Τέλος πάντων, στο Παρίσι φρόντισε να προωθήσει τον εαυτό του καταλλήλως και να πείσει την κοινωνία εκεί για την ιατρική του δεινότητα, επικαλούμενος κυρίως ψεύτικα στοιχεία (τίτλους, πτυχία, θεραπευτικές τεχνικές) — παλιά μου τέχνη κόσκινο! Βέβαια με τις φανφάρες και τη διαφήμιση που έκανε προσέλκυσε μεγάλη πελατεία και του απέκτησε την φήμη ενός αξιόλογου γιατρού, άσχετα αν παράλληλα είχε βγει η (μάλλον αληθής) βρώμα ότι έκανε παράνομες εκτρώσεις, καθώς και ήταν ο προμηθευτής για αρκετά μορφινοπρεζάκια του Παρισιού.
Το 1935 προσπάθησαν να τον κάνουν τσακωτό για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά απέτυχαν παταγωδώς. Τον επόμενο χρόνο έγινε κοινωνικός κρατικός γιατρός, θέση που του έδινε την δυνατότητα να υπογράφει πιστοποιητικά θανάτου αβέρτα.
Τον επόμενο χρόνο τον έπιασαν να κλέβει ένα βιβλίο, ο Marcel επιτέθηκε στον αστυνόμο που πήγε να τον μαζέψει και διέφυγε πεζός, αλλά μετά από μερικές μέρες πήγε στο αστυνομικό τμήμα και επικαλέστηκε τα ψυχολογικά προβλήματα που του προκάλεσε ο πόλεμος για την συμπεριφορά του. Το κόλπο έπιασε για ακόμη μια φορά, αποσύρθηκε η μήνυση εις βάρος του για αντίσταση κατά της αρχής και από την κατηγορία της κλοπής. Βέβαια τον Αύγουστο του ίδιου έτους η γυναίκα του φρόντισε να τον στείλει σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική – αγαπημένα παλιά λημέρια!
Με το που μπήκε, άρχισε να ψήνει τα αυτιά των γιατρών του για να τον βγάλουν έξω. Ισχυριζόταν πως ήταν καλά και πως όλες αυτές οι σχίζες του έβγαιναν εξαιτίας του άγχους του για μια εφεύρεση πάνω στην οποία δούλευε, μια συσκευή αναρρόφησης που θα βοηθούσε όσους υπέφεραν από δυσκοιλιότητα. Φούμαρα καρντία μου!
Ο γιατρός του τον βρήκε μεν “μόνιμα ασταθή” αλλά υπέγραψε το εξιτήριο του για τον Σεπτέμβρη του 1936. Όμως κάποιοι λογικοί άνθρωποι, αποφάσισαν ότι πρέπει να γίνει δικαστήριο στο οποίο τρεις ψυχίατροι έπρεπε να αποφανθούν για το αν θα έβγαινε ο παρανοϊκός μας μπάρμπας από εκεί μέσα.
Φυσικά είχαν αμφιβολίες για το αν είναι ένας κακόμοιρος ψύχης ή ένα εγκληματικό στοιχείο, τελικά όμως δεν κατάφεραν να παρατείνουν τον εγκλεισμό του και έτσι ξαμολύθηκε πάλι στον έξω κόσμο τον Φεβρουάριου του 1937.
Μετά από αυτή την νίλα, έδειξε να στρώνει και να κόβει τις κακοδαιμονικές του πράξεις, πέρα της φοροδιαφυγής – τι να κάνουμε συνήθειες είναι αυτές. Να μην κλέψει από κάπου το καημένο; Βέβαια το 1938 τον τσάκωσαν και του έριξαν πρόστιμο 35.000 φράγκων αλλά ο ίδιος μέχρι και πτώχευση δήλωσε για να αποφύγει να το πληρώσει.
Τον επόμενο χρόνο, να σου ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το γενικό του νταχτιρντί. Το 1940 μπήκαν τα γερμανικά στρατεύματα στο Παρίσι, αλλά ο Marcel στα αρχίδια του. Γι’ αυτόν η γερμανική κατοχή και η όλη συμφορά ήταν μία ακόμη συναρπαστική ευκαιρία να βγάλει ρευστό και να επιδοθεί σε ένα χόμπι που τον έφτιαχνε ιδιαίτερα, τις ανθρωποκτονίες.
Ο ίδιος ισχυριζόταν πως ήταν Αντιστασιακός. Και βεβαίως βεβαίως δρούσε υπέρ των Γάλλων, δίνοντας πλαστά πιστοποιητικά υγείας σε συμπατριώτες του για να αποφύγουν τα καταναγκαστικά έργα, καθώς και μάζευε πληροφορίες από τραυματίες εργάτες που επέστρεφαν από την Γερμανία για τις κινήσεις του εχθρού.
Λέγεται πως είχε ένα δίκτυο πληροφοριών, το Fly-Tox (όνομα εντομοκτόνου της εποχής) του οποίου οι πληροφοριοδότες παρακολουθούσαν το αρχηγείο της Γκεστάπο του Παρισιού και έδιναν τα ονόματα των συνεργατών τους στην Αντίσταση για να τους καθαρίσουν. Επίσης ο Marcel έλεγε διάφορες φανταστικές ιστορίες περί μυστικών όπλων που καθαρίζουν ναζίδες χωρίς να αφήνουν ιατροδικαστικά ίχνη, περί αντιστασιακής ομάδας Ισπανών στο Παρίσι με τους οποίους είχε παρτίδες και άλλα τέτοια κουλά και ψευδή.
Όμως ας τα αφήσουμε αυτά.
Δώσε μου το χεράκι σου να σου δείξω πως πραγματικά εκμεταλλεύτηκε την γενική ανακατωσούρα της περιόδου: προσέφερε, που λες, υπηρεσίες διαφυγής σε Εβραίους, Αντιστασιακούς, κακοποιούς και όσους τέλος πάντων ήθελαν να την πουλέψουν από την σκατότρυπα με τους ναζίδες. Όχι δεν συνέχιζε να κάνει τον dealer κουτό!
Τους υποσχόταν πραγματική διαφυγή στην Αργεντινή, εάν είχαν να πληρώσουν 25.000 μάρκα το κεφάλι φυσικά. Εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσε με το προσονύμι Dr.Eugene. Μόνο που η διαφυγή που τους προσέφερε ήταν στον άλλο κόσμο. Αφού τον πλήρωναν, τους πετούσε την παραμύθα πως οι αρχές της Αργεντινής ζητούσαν να γίνουν κάποιοι εμβολιασμοί, ώστε οι πρόσφυγες να μην κουβαλάνε μαζί τους ασθένειες, και μετέπειτα τους πρέζωνε με κυάνιο.
Αφού με αυτόν τον τρόπο τους έστελνε στον άλλο κόσμο, τους ξάφριζε ότι πολύτιμο είχαν επάνω τους και μετά ξεφορτωνόταν τα πτώματα τους. Αρχικά τα τεμάχιζε και τα πετούσε στον Σικούανα, αλλά επειδή από ένα σημείο και μετά το ποτάμι δεν ήταν ασφαλής λύση, άρχισε να τα βάζει σε κάποιο ασβεστούχο διάλυμα για να αποσυντεθούν σιγά σιγά ή τα έκαιγε στο τζάκι του — ποιος να τρέχει για καυσόξυλα μωρέ! Τίγκα διαβολική ως το μεδούλι η όλη κατάσταση.
Για να έχει χώρο για τους νεκρούς του φίλους μάλιστα, αγόρασε ένα σπίτι στην Rue de Sueur και το διαμόρφωσε ειδικά, με μονωμένους νεροχύτες, λεκάνες για την αποσύνθεση των πτωμάτων και άλλα τέτοια χρήσιμα.
Το κακό είναι πως στο έγκλημα απέκτησε συνεργάτες, τους οποίους η Γκεστάπο έπιασε και ανέκρινε το 1943. Αυτοί ομολόγησαν πως ο Dr. Eugene ήταν ο Marcel. Μόνο που οι ναζίδες νόμιζαν πως ήταν κάποιος Αντιστασιακός που φυγάδευε Εβραίους και όχι ένας οπορτουνιστής ψύχης φονιάς.
Τον μπουζούριασαν, τον βασάνισαν μαζί με τους υπόλοιπους συνεργάτες του, αλλά αυτός δεν είπε λέξη, γιατί πολύ απλά δεν ήξερε. Εν τέλει δεν είχαν κάτι άλλο να κερδίσουν από την αιχμαλωσία του και τον άφησαν ελεύθερο μαζί με τα υπόλοιπα παλικάρια τον Ιανουάριο του 1944. Αυτός με την περιπέτεια που πέρασε στα μπουντρούμια της Γκεστάπο είχε την τέλεια κάλυψη για την βρωμοδουλειά που είχε σκαρώσει, αφού οι γνωστοί και οι ασθενείς του τον θεωρούσαν πλέον ήρωα και του προσέφεραν άσυλο στα σπίτια τους στο Παρίσι.
Βλέπεις, οι αρχές είχαν άλλο λόγο να τον κυνηγάνε πλέον. Τον Μάρτιο του 1944 έσκασαν μύτη στο σπίτι της Sueur. Αρχικά ήρθε η πυροσβεστική βέβαια γιατί ο δικός μας άφησε αναμμένη μια φωτιά με πτώματα, μάλλον για να γίνει το σπίτι παρανάλωμα και να χαθεί κάθε αποδεικτικό στοιχείο. Οι γείτονες το πρόλαβαν πριν καεί, οι πυροσβέστες που μπήκαν μέσα είδαν καψαλιασμένα μέλη από ανθρώπινα σώματα και άρχισαν να ξερνοβολάνε, καλέσανε τις αρχές και πλέον ο Marcel ήταν επίσημα καταζητούμενος.
Μέσα στο σπίτι βρέθηκαν 23 πτώματα, άλλα διαμελισμένα, άλλα σε κατάσταση αποσύνθεσης. Παρόλα αυτά ο δικός μας σε όσους του προσέφεραν καταφύγιο έλεγε πως οι νεκροί που βρέθηκαν ήταν Γερμανοί και προδότες.
Τον Αύγουστο του 1944 ο Marcel βγήκε πάλι στην γύρα, με το όνομα “Henri Valeri“, τα έκανε πλακάκια με τις Γαλλικες Δυνάμεις Εσωτερικού (FFI) και πολύ σύντομα πήρε τον βαθμό του λοχαγού και τέθηκε υπεύθυνος στον τομέα της αντικατασκοπίας.
Εκείνο τον καιρό οι Συμμαχικές Δυνάμεις έκοψαν τα κωλιά των ναζίδων και στο Παρίσι επικρατούσε ένα κλίμα “βασανισμός και θάνατος στους Γερμανούς και στους προδότες!” στο οποίο ο Marcel πρωτοστατούσε. Το κακό είναι πως τον Σεπτέμβριο του 1944 η εφημερίδα Resistance δημοσίευσε ένα άρθρο κατά του Petiot και του έργου του, λέγοντας πως είναι συνεργάτης του Ράιχ.
Και τότε πήγε ο Marcel, σε μια κίνηση ύψιστης ηλιθιότητας αποφάσισε να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε μια επιστολή που έστειλε στον δικηγόρο του Rene Floriot, που τον είχε ξεσκατώσει σε μια δίκη για διακίνηση παράνομων ουσιών παλαιότερα. Με το που έγινε αυτό αντιληπτό από τις αρχές, πείστηκαν πως ο αγαπημένος τους φονιάς ήταν κάπου στο Παρίσι και ξανάρχισαν τις έρευνες. Στις έρευνες συμμετείχε και ο ίδιος ο Marcel ως λοχαγός Valeri — πόση παράνοια πια σε αυτή τη βιογραφία;
Δυστυχώς για τον ίδιο, αναγνωρίστηκε στις 31 Οκτωβρίου στον σταθμό του μετρό (από τότε το έχουν οι μπαγάσες δαύτο;) και συνελήφθη. Πάνω του βρέθηκαν χρήματα, διάφορα έγγραφα με 6 διαφορετικά ονόματα και ένα όπλο. Τον έβαλαν στην πτέρυγα των μελλοθανάτων και άρχισαν την ανάκριση. Εκεί ο Marcel επιχείρησε να το παίξει πατριώτης, φλομώνοντάς τους στο ψέμα, αλλά αυτή την φορά δεν έπιασε.
Κανένας από τους υψηλά ιστάμενους Αντιστασιακούς δεν τον υπερασπίστηκε. Άλλοι μίλησαν για περιστασιακή του εμπλοκή στην Αντίσταση, άλλοι είπαν πως είναι απατεώνας και άλλοι δεν ήξεραν καν ποιος στο διάολο είναι αυτός. Μετά άρχισε να μιλάει για ομάδες αντίστασης που δεν υπήρχαν, αλλά ήταν προϊόν της φαντασίας του, σε μια απέλπιδη προσπάθεια να γλιτώσει το τομάρι του.
Κατηγορήθηκε για φόνο 27 ατόμων με σκοπό την ληστεία, ενώ τα κέρδη του που υπολογίζονταν 200.000.000 φράγκα σε ρευστό, χρυσάφι και κοσμήματα τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ. 18 Μαρτίου του 1946 ξεκίνησε η δίκη. Αξιόλογο μπάχαλο! Τρεις δικαστές, επτά ένορκοι, δώδεκα δικηγόροι υπεράσπισης των οικογενειών των θυμάτων, ένας διόλου συνεργάσιμος κατηγορούμενος και πολύς άλλος κόσμος πήρε μέρος στο πανηγύρι. Ο Marcel συνέχισε το ψέμα και την ίντριγκα, ενώ επέμενε να προβάλει τον εαυτό του σαν ήρωα που εξολόθρευε Γερμανούς και προδότες. Από τις 135 κατηγορίες που τον βάραιναν, μόνο για 9 δεν κρίθηκε ένοχος.
Φυσικά η εκτέλεση ήταν μονόδρομος, αλλά δεν φάνηκε να τον ενοχλεί ιδιαίτερα. Ο δικηγόρος του άσκησε έφεση για κακοδικία μήπως και το σώσει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Η εκτέλεση προγραμματίστηκε την επόμενη μέρα μετά την απόρριψη της έφεσης (να ξεμπερδεύουμε), αλλά υπήρξε πρόβλημα με την γκιλοτίνα και έτσι αναβλήθηκε για τις 25 Μαϊού του 1944. Τις μέρες πριν την εκτέλεση ο δικός μας φαινόταν ανέμελος, ρωτούσε χαρωπά “πότε θα τον δολοφονήσουν” ενώ επίσης, αρχικά αρνήθηκε να εξομολογηθεί σε ιερέα, μετέπειτα άλλαξε γνώμη για χάρη της γυναίκας του αν και δήλωσε “μη θρησκευόμενος και με καθαρή συνείδηση“.
Τώρα το ότι βρέθηκε πάνω του μια καβάτζα από ηρεμιστικά είναι άλλο καπέλο. Πριν την εκτέλεση ήταν χαλαρός και πριν του κόψουν το κεφάλι πέταξε την ατάκα:
«Κύριοι μη κοιτάτε παρακαλώ, το θέμα δεν θα είναι ωραίο».
Οι αυτόπτες μάρτυρες λένε πως το κεφάλι του όταν έπεσε στο καλάθι της γκιλοτίνας ήταν χαμογελαστό.
Άβυσσος η ψυχή αυτού του τύπου. Άβυσσος!
Ελπίζω να μην μου κουράστηκες με την αφεντιά του Marcel. Ήταν τόσο απαράδεκτος σαν ύπαρξη, που για έναν εξωτερικό παρατηρητή μπορεί να γίνει σχεδόν διασκεδαστικός. Δεν έχω να σου γράψω ηθικό /”θα-ήθελα-να-είμαι-διδακτικός” επίλογο.
Τα πράγματα είναι αυτά που φαίνονται στην περίπτωση του, δηλαδή ανηλεής εκδηλωμένη παράνοια που περικλείεται από μια εμφανέστατη τρισάθλια κατάσταση. Τουλάχιστον, αν υπάρχει Κόλαση, πήγε σε αυτήν χωρίς απωθημένα. Τέλος, νομίζω πως ο Τάσος Γεωργιάδης αν δεν τον έχει ήδη ξεψαχνίσει τον κύριο, απλά θα τον λατρέψει.
Μη φεύγετε. Δεν τελειώσαμε. Σας έχω λίγες ακόμη πληροφορίες.
Ο γιατρός μας λόγω της υπέρμετρης καφρίλας του, έχει δώσει έμπνευση σε διάφορους σκηνοθετάδες ώστε να τον χώσουν άμεσα ή έμμεσα στις ταινίες τους.
Καταρχάς έχουμε το “Seven Thunders” το 1957, με έναν χαρακτήρα ονόματι “Dr. Martout”, ο οποίος φέρει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του Petiot. Μετέπειτα είναι το “Doctor Petiot” τo 1990 του Christian de Chalogne που προφανώς έχει να κάνει με τον βίο και την πολιτεία του Marcel και τέλος, η πιο πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή που έχει να κάνει με τον Petiot είναι το “Zwartboek” το 2006 που πραγματεύεται την γερμανική κατοχή στην Ολλανδία και την ιστορία ενός γιατρού που ανήκει στην Αντίσταση και υποτίθεται πως βοηθάει τους Εβραίους να ξεφύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές, ενώ στην πραγματικότητα τους προδίδει και τους κλέβει. Petiot σε Ολλανδική έκδοση μάνα μου!