Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη πάσχιζε να ανασυντάξει τις δυνάμεις, να ξεπεράσει τα πλήγματα που δέχτηκε, να αντικαταστήσει τις κατεστραμμένες υποδομές της και να επιστρέψει σε ειρηνικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ευημερίας. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει και όλοι έπρεπε να προσαρμοστούν με γρήγορους ρυθμούς στη νέα πραγματικότητα.
Η Ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Fiat, αναγνωρίζοντας τις νέες ανάγκες της εποχής που απαιτούσε πια οχήματα σε προσιτές για την μεσαία τάξη τιμές, στράφηκε γρήγορα στον σχεδιασμό μικρών και οικονομικών στην παραγωγή αυτοκινήτων.
Ήδη από το 1937, η Fiat είχε στην παραγωγή ένα από τα μικρότερα οχήματα της εποχής: το Fiat 500 Topolino (ποντικάκι) με ιπποδύναμη 13 bhp και τελική ταχύτητα 85 km/h.
Υπεύθυνος για τον σχεδιασμό του ήταν ο Dante Giacosa. Ο Giacosa είχε σπουδάσει σπούδασε μηχανικός στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο από όπου αποφοίτησε το 1927 και έναν χρόνο μετά ξεκίνησε να εργάζεται στην Fiat, ασχολούμενος αρχικά σε στρατιωτικά οχήματα και σε μηχανές αεροσκαφών.
Μέχρι το 1933 είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του διευθυντή του τμήματος Antonio Fessia, που του εμπιστεύτηκε τον σχεδιασμό των μηχανικών εξαρτημάτων αλλά και του chassis του νέου Fiat 500 Topolino. Η εξέλιξη του Giacosa στην Fiat ήταν ταχύτατη και μέχρι το 1950 έγινε γενικός διευθυντής του μηχανικού τμήματος και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1970 όταν συνταξιοδοτήθηκε, αλλά διατήρησε πολύ στενή σχέση με την εταιρεία ως σύμβουλος μέχρι τον θάνατό του το 1996.
Το Topolino που κυκλοφόρησε σε τρία μοντέλα, με μικρές μεταξύ τους διαφορές, ήταν εξοπλισμένο με έναν 569 cc τετρακύλινδρο κινητήρα και τελική ταχύτητα 60 km/h. Χάρη στον εργονομικό σχεδιασμό της μηχανής του, το μπροστινό μέρος του κατάφερνε να έχει μια ελαφριά κλίση προς τα πίσω, κάτι που του έδινε καλύτερη αεροδυναμική συμπεριφορά και μέγιστη ορατότητα του οδοστρώματος όταν τα περισσότερα αυτοκίνητα της εποχής του είχαν σχεδόν κάθετες γραμμές.
Παρόλο που ξεπέρασε κατά πολύ το αναμενόμενο κόστος που αρχικά υπολογιζόταν σε 5,000 αλλά έφτασε εν τέλει τις 9,750 λιρέτες, υπήρξε αρκετά επιτυχημένο και έφτασε τις 520,000 πωλήσεις μέχρι το 1948 όπου και άρχισε να αποσύρεται από την παραγωγή.
Την θέση του Topolino πήρε ένα νέο μοντέλο, σχεδιασμένο από τον Giacosa και την ομάδα του ειδικά για τις ανάγκες της εποχής, το Fiat 600.
Αποτελώντας ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα πόλης, το Fiat 600 είχε την μηχανή του στο πίσω μέρος, μήκος μόλις 3.22 m και τελική ταχύτητα από 95 μέχρι 110 km/h.
Το 1955 είχε ήδη κλείσει μια δεκαετία από τότε που εμφανίστηκε το πρώτο αυτοκίνητο με την μηχανή στο πίσω μέρος και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτού του χειρισμού ήταν γνωστά. Ωστόσο ο Giacosa κατάφερε να σχεδιάσει ένα τετραθέσιο αυτοκίνητο που, αν και πρόσφερε περιορισμένο αποθηκευτικό χώρο λόγω του μικρού μεγέθους του, κατάφερνε να έχει ικανοποιητικές επιδόσεις.
Το Fiat 600 υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα -και iconic πια- αυτοκίνητα της μεταπολεμικής εποχής, φτάνοντας σε πωλήσεις το 1 εκατομμύριο στις αρχές του 1961 και συνολικά, μέχρι το 1969 όταν και σταμάτησε η παραγωγή του, κάτι λιγότερο από 2.700.000.
Μόλις έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του η εταιρεία έβγαλε στην παραγωγή ένα μοντέλο με ανοιγόμενη οροφή καθώς και μια “station wagon” 6θέσια παραλλαγή του, το Fiat 600 Multipla, που προσφερόταν με διαφορετικές επιλογές καθισμάτων ώστε να καλύπτει τις ανάγκες μεγαλυτέρων οικογενειών αλλά και επαγγελματικών χρήσεων, με καθίσματα που αναδιπλώνονταν για να μεταμορφωθούν σε στρώμα ύπνου, αποθηκευτικό χώρο ή χώρο αποσκευών.
Το Fiat Nuova (νέο) 500, επίσης σχεδιασμένο από τον Dante Giacosa, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο σαλόνι αυτοκινήτων του Τορίνο στις 4 Ιουλίου 1957.
Ήταν πολύ μικρότερο από τον προκάτοχό του, Fiat 500 Topolino, αλλά και από το Fiat 600 φτάνοντας μόλις τα 2.97 m σε μήκος ενώ είχε πλάτος 1.32 και ύψος 1.325 m αντίστοιχα. Ήταν σχεδιασμένο για δύο επιβάτες αλλά μπορούσε να μεταφέρει αποσκευές βάρους μέχρι 70 kg. Χάρη στον 497 cc δικύλινδρο κινητήρα του έφτανε την ιλιγγιώδη ταχύτητα των 85 km/h. Ζύγιζε μόλις 470 kg άδειο και 680 kg με το μέγιστο φορτίο που μπορούσε να μεταφέρει. Όπως και το 600,αλλά και άλλα σύγχρονα του αυτοκίνητα, είχε την μηχανή στο πίσω μέρος.
Οι πόρτες του στηρίζονταν στο πίσω μέρος διευκολύνοντας έτσι την είσοδο και έξοδο από το αυτοκίνητο, ενώ το πρώτο μοντέλο του (μέχρι το 1960) κυκλοφόρησε με μαλακή οροφή, ανοιγμένη σε όλο το μήκος της μέχρι πίσω, σε αντίθεση με μεταγενέστερα όπου άνοιγε μέχρι την μέση.
Παρόλο το μικρό του μέγεθος, το Fiat Nuova 500 έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα οχήματα στην Ευρώπη για τις επόμενες δύο δεκαετίες και το 1960 η Fiat κυκλοφόρησε την estate εκδοχή του, το Fiat 500 Κ Giardiniera που έμελλε να γίνει το μακροβιότερο μοντέλο του.
Η μηχανή του καταλαμβάνει την βάση του πίσω μέρους ώστε να αφήνει ελεύθερο αποθηκευτικό χώρο πίσω από το πίσω κάθισμα, ενώ και εδώ η οροφή άνοιγε μέχρι πίσω και οι πόρτες στηρίζονταν στο πίσω μέρος του σκελετού τους — το μόνο αυτοκίνητο που συνέχισε να έχει τέτοιες πόρτες μέχρι την δεκαετία του 70. Μετά το 1966 η παραγωγή του “Giardiniera” μεταφέρθηκε στην θυγατρική της Fiat Autobianchi.
Συνολικά, μέχρι το 1977 όταν και διακόπηκε η παραγωγή του, κατασκευάστηκαν περίπου 327,000 Giardiniera, τα τελευταία από τα οποία έφεραν τα διακριτικά της Autobianchi αντί της Fiat.
Το μικροσκοπικό Fiat 500 γνώρισε σημαντική επιτυχία και μέσα από συνεργασίες της Fiat με άλλες εταιρείες, όπως την Carrozzeria Ghia που κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό τα Fiat 600 Jolly και Fiat 500 Jolly, (δυο εκδόσεις χωρίς πόρτες και οροφή, που προαιρετικά καλύπτονταν με τέντα) αλλά και το Gamine ένα roadster με μικρότερες πόρτες, χωρίς οροφή και retro μάσκα που κυκλοφόρησε από την Vignale από το 1967 μέχρι το 1971.
Οι τελευταίες επίσημες εκδοχές του Fiat 500, τα Fiat 500L και Fiat 500R σταμάτησαν να κατασκευάζονται το 1972 και 1975 αντίστοιχα, αφού ήδη από το 1972 η εταιρεία παρουσίασε το μοντέλο που θα το αντικαθιστούσε, το Fiat 126 — το οποίο δεν κατάφερε να φτάσει την επιτυχία του 500 στην Ιταλία αλλά έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Το 2007, στα 50στά γενέθλια του 500 το 2007, η Fiat κυκλοφόρησε το νέο Fiat 500 (κάτι που έκανε άλλωστε και η VW για το Beetle αλλά και η BMW για το Mini Cooper), ο σχεδιασμός του οποίου παραπέμπει στο Fiat 500 του 1957 αν και το νέο αυτοκίνητο είναι σημαντικά μεγαλύτερο και βαρύτερο της παλαιότερης έκδοσης του.