Μας εγκαταλείπει σιγά-σιγά και αυτός ο χρόνος, λίγοι μήνες απόμειναν. Θα μου πεις, όλη αυτή η αλλαγή είναι απλά ένα σημείο που έχουμε επιλέξει εμείς με βάση ένα θρησκευτικό σύστημα. Με βάση την γέννηση μιας ιστορικής μορφής που αρκετοί είναι σκεπτικιστές πάνω στην πιθανότητα της ύπαρξής της. Όπως και να ‘χει, όταν ένα κεφάλαιο κλείνει, είτε λέγεται έτος, είτε βδομάδα ή κάτι άλλο, τείνουμε να οργανωνόμαστε, να κάνουμε μια μικρή αυτοκριτική και απολογία των καταστάσεων που πέρασαν, και να δημιουργούμε συνθήκες για να αντιμετωπίσουμε το ξεκίνημα ενός νέου κεφαλαίου.
Αυτή την βδομάδα δεν θα έχει μουσικοτεχνολογικό άρθρο, αλλά κάποιες σκέψεις που προήλθαν από συζητήσεις με μουσικούς και μη, που έδωσαν τροφή για παραπάνω σκέψη αλλά και για ερωτήσεις. Ερωτήσεις να δει το μάτι σου. Χαμός!
Η συζήτηση ξεκινάει με την κλασική σκέψη πως μια και η δυτική μουσική βασίζεται στο πεντάγραμμο και οι νότες καλώς ή κακώς είναι μόνο 12, δημιουργώντας μια οκτάβα οι μουσικοί πλέον έχουν περιορισμένη παλέτα χρωμάτων για την δημιουργία μουσικής. Δώδεκα είναι τα χρώματα, οπότε ανάλογες θα είναι και οι προσμείξεις αλλά και τα αποτελέσματα. Φανταστείτε όμως πώς θα ήταν αν υπήρχαν περισσότερες νότες, περισσότερες κλίμακες αλλά και γενικώς ένα μουσικό σύστημα που δεν θα ήταν τόσο γραμμικό αλλά θα βασιζόταν σε ένα πιο οργανικό τρόπο εξέλιξης. Κι όμως, αυτό το σύστημα προυπήρχε της μουσικής παιδείας που πλέον αποκαλούμε κλασική.
Σημείωση: Όταν μιλάμε για δώδεκα νότες (φθόγγους), αναφερόμαστε στα λευκά και μαύρα πλήκτρα ενός πληκτροφόρου οργάνου. Όταν μιλάμε για επτά νότες εννοούμε μεν μια οκτάβα αλλά μόνο τις λευκές νότες του.
Ήταν η παραδοσιακή μουσική που ψήγματά της θα δούμε ακόμα και στο πρώιμο έντεχνο τραγούδι της δεκαετίας του 1960 με τον Μίκη Θεοδωράκη, ακόμα περισσότερο στην λαϊκή μουσική του 1950, μακριά βέβαια από τα “μινοράκια και ματζοράκια” του Τσιτάνη αλλά και λίγο περισσότερο στις απαρχές του ρεμπέτικου. Στην αστική λαϊκή μουσική δηλαδή, η παράδοση και τα ηχοχρώματα ξεκινούν μια φθίνουσα πορεία, φτάνοντας σε σημείο να έχουμε παντρέψει με βάση την δυτική μουσική και τα πληκτροφόρα όργανα αλλά και τα ταστοφόρα έγχορδά της ένα στείρο για το μέλλον κράμα. Διότι από την στιγμή που παρουσιάζεις σε έναν λαό όργανα όπως πιάνο, ακορντεόν, κιθάρα με τάστα, μπουζούκι και οτιδήποτε που έχει προσχεδιασμένες τις νότες που θα παίξεις, είσαι αναγκασμένος να παίξεις με ήδη προϋπάρχοντες κανόνες.
Η επόμενη σκέψη που αντικρούει την παραπάνω πρόταση είναι “η μαγεία της συμφωνικής ορχήστρας και το πλούσιο ακουστικό φάσμα”. Μα ναι, βεβαίως και είναι πλούσια σε ηχοχρώματα και συνθέσεις, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για λαική παράδοση και το πάντρεμά της με στείρες φόρμες.
Συνεχίζοντας, λοιπόν, γνωρίζοντας πως ένας μουσικός πλέον για να έχει την προαπαιτούμενη μουσική παιδεία θα πάει σε ωδείο να μάθει περί κλασικής μουσικής και θεωρίας θα γνωρίζει τα ανάλογα εργαλεία για μελλόντικες συνθέσεις και θα μπορέσει στο μέλλον να εργαστεί σε ανάλογες δουλειές, όποιες και αν είναι αυτές. Οπότε πάμε και στο εξής αποτέλεσμα: τ’ ότι εγκαθιδρύθηκε ένα συγκεκριμένο μουσικό σύστημα για να δημιουργηθούν και οι ανάλογες δουλειές που έχουν σχέση με αυτό. Μουσικοσυνθέτης, μαέστρος, δάσκαλος κλασικής μουσικής αλλά και οποιαδήποτε άλλη μουσική βασίζεται σε αυτό το σύστημα (ροκ, techno, trance κ.α.), όπως και DJ, διότι κι αυτοί συνδέονται με το ίδιο σύστημα που βασίζεται σε μουσικές που έχουν παρόμοιο τονικό σύστημα. Οπότε έχουμε τα εργαλεία και τους ανάλογους εργάτες γι’ αυτά.
Εδώ όμως γυρνάμε στο προηγούμενο πρόβλημα αλλά έχουμε απαντήσει το ένα σκέλος: ο λόγος που ο κόσμος μαθαίνει το κλασικό τονικό σύστημα είναι γιατί πλέον υπάρχουν δουλειές χτισμένες επάνω σε αυτό.
Θα δούμε ότι ήδη από την βυζαντινή μουσική αλλά και τις απαρχές της λαϊκής ελληνικής μουσικής, ήδη από την ύπαρξη των παραδοσιακών φορμών δηλαδή, από τα νησιώτικα μέχρι τα ηπειρώτικα θανατοτράγουδα και μοιρολόγια των χήρων, υπάρχει ένα εκπληκτικό μελωδικό και μουσικό φάσμα που ξεπερνάει κατά πολύ τα περιορισμένα μοτίβα της κλασικής μουσικής — που όχι μόνο προσθέτει περισσότερα χρώματα στην μελωδική παλέτα αλλά εκτοξεύει την όλη ιδέα της μουσικής δημιουργίας εκεί που πάντα έπρεπε να μείνει, δηλαδή σε ένα αειφόρο, αέναο, πολυμορφικό και οργανικό εργαλείο που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως είδος παγκόσμιας γλώσσας.
Επίσημα, λοιπόν, μετά το 1950 έχουμε την εποχή που σβήνεται η παραδοσιακή μουσική που σμίλεψαν ανά τους αιώνες γενιές και γενιές και πλέον γίνεται το μπαστάρδεμά της με κλασικές νότες και ακόρντα. Μελωδίες που ή προϋπήρχαν σε άταστα παραδοσιακά όργανα ή ήταν προϊόν φωνητικής έκφρασης μεταλλάχθηκαν και “πάτησαν” επάνω σε νέους αυστηρούς κανόνες, χάνοντας μέρος από την ιδιαιτερότητά τους.
Εκεί λοιπόν ξεκίνησαν να εμφανίζονται οι νέοι παραγωγοί, που γνωρίζοντας το φτωχό της νέας μουσικής κληρονομιάς μας, έχοντας γνώθι σαυτόν όπως καλά μας δίδαξε ο Σωκράτης, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει αυτό που λένε οι μουσάτοι με την αιώνια πίπα στο στόμα τους και το κασκόλ να κρύβει τον λαιμό τους “παρθενογένεση” στην μουσική, έκαναν αυτό που θα έκανε ο κάθε ένας που έψαχνε για εύκολη επιτυχία και αρκετό μπαγιόκο στο τσεπάκι τους. Μα τι άλλο; Έκλεβαν μελωδίες και ρυθμούς από επιτυχίες προηγούμενης δεκαετίας, σαν τι άλλο νομίζετε;
Ο μέντοράς μου πριν χρόνια πήγε στην Αθήνα για να συναντήσει έναν παραγωγό. Η συνάντηση έγινε στο σπίτι του. Δεν θυμάμαι πως λεγότανε ο παραγωγός, νομίζω Φοίβος ή Πέτρος, θα σας γελάσω. Που λέτε, κάποια στιγμή ο παραγωγός ρωτάει την παραδοσιακή ερώτηση φιλοξενίας: Να κάνω καφεδάκι; Ένας ελληνικός θα ήταν ωραίος, απαντάει ο δικός μου. Πάει που λέτε ο παραγωγός στην κουζίνα και το χεράκι του επισκέπτη πέφτει στην δισκοθήκη με τα βινύλια. Τι ωραία, έχει πολύ πράμα εδώ! Demis Roussos, ABBA, Simon & Garfunkel και όλα τα ωραία της χρυσής εποχής του ’70. Τραβαει που λέτε ένα βινύλιο να δει artwork και πιάνει τον παραγωγό στα πράσα. Στο μέσα μέρος του βινυλίου είχε κολλημένα χαρτάκια stick it, που έγραφαν κάτι πολύ ωραία πράγματα μέσα:
Track 3: ωραία εισαγωγή
Track 5: καλή η μελωδία /
Track 7: καλό το ρεφρέν για λαϊκό κομμάτι
Το πιάσατε το νόημα νομίζω και καλά κάνατε.
Όπως είπε κάποια στιγμή και πολύ ωραία ο Καρβέλας, όταν τον ρώτησε πονηρά ένας δημοσιογράφος για τον λόγο που κάποια τραγούδια του θυμίζουν τραγούδια άλλων μουσικών:
Μα είναι μόνο 7 οι νότες ρε παιδιά στο πιάνο, τι να κάνουμε δηλαδή;
Και, βέβαια, εννοούσε ακριβώς αυτό που λέγαμε στην αρχή. Λίγα τα εργαλεία, περιορισμένα τα αποτελέσματα. Θα το δείτε και τώρα βέβαια, που αρκετά κομμάτια έχουν κοινές μελωδίες με παλιά hits. Λίγα είναι βέβαια τα μυαλά που επινόησαν την μουσική του μέλλοντος σπάζοντας τις νόρμες της συμβατικής δυτικής μουσικής παιδείας. Ο λόγος σε ανθρώπους όπως ο Iannis Xenakis.
Βέβαια η μουσική παγκοσμιοποίηση έφερε και τα καλά της στην μουσική. Αυτά είναι: μουσική, μουσική και περισσότερη μουσική. Η τεχνολογική εξέλιξη μας έδωσε την δυνατότητα να μπορούμε να ακούμε ανά πάσα στιγμή το αγαπημένο μας είδος μουσικής ως ένα ψυχολογικό στήριγμα, ως αλλοίωση διάθεσης ή απλά… ανάγκη για μουσική. Τι πιο όμορφο από το να μπορείς να ακούς οποιαδήποτε στιγμή μουσική;
…και η συζήτηση συνεχίζεται για το αν αυτό το μοτίβο έχει υιοθετηθεί και από την υπόλοιπη κοινωνία, στον τρόπο σκέψης. Όχι μόνο στον τρόπο δημιουργίας μουσικής δηλαδή.
Οι 12 νότες υπάρχουν και στην κοινωνία μας;
Ένα σύστημα, οτιδήποτε και αν είναι, πρέπει συνεχώς να μεταλλάσσεται και να αναπτύσσεται με οργανικό τρόπο και όχι με γραμμικό. Πολύ λίγα συστήματα μπόρεσαν και ξεπέρασαν τα δέκα χρόνια ζωής με γραμμικό σύστημα ανάπτυξης. Ένα σύστημα διαχείρισης είναι αυτό της αμερικάνικης φιλοσοφίας της κοινωνικής ανάπτυξης, που όχι μόνο δεν αναπτύσσεται, αλλά βασίζεται με πολύ εσφαλμένο τρόπο στον τρόπο λειτουργίας της Αθήνας της εποχής του Χρυσού Αιώνα του Περικλή. Αυτός ήταν ο πέμπτος αιώνας π.Χ., για να γνωρίζουμε.
Αλλα για να φτάσουμε σε αυτή την εποχή, υπήρχαν κάποιοι αιώνες πριν και φυσικά πλέον υπάρχουν κάποιοι αιώνες μετά. Υπήρξε εξέλιξη, είτε θετική είτε αρνητική. Υπήρξε εξέλιξη για έναν και μόνο λόγο, γιατί το οποιοδήποτε σύστημα το εξελίσσεις, δεν το συντηρείς.
Έτσι, όπως θα δούμε ανθρώπους που έχουν συνηθίσει σε ένα σύστημα (το οποιοδήποτε σύστημα) να είναι ευάλωτοι προς εκμετάλλευση αλλά και ψυχολογικά ανίκανοι να δεχθούν το οτιδήποτε διαφορετικό που θα τους παρουσιαστεί, έτσι και πολλοί μουσικοί δυσκολεύονται να δεχθούν το νέο ή και διαφορετικό μέσα από την δικιά τους κρίση, αγκαλιάζοντάς το όμως όταν γίνεται τάση προς μίμηση από τους άλλους.
Οπότε, ναι, η ίδια στειρότητα που υπάρχει και στην δυτική μουσική, υπάρχει και στα ίδια τα μυαλά που ζουν και μεγαλώνουν στην κοινωνία που πάσχει από το πρόβλημα.
Πιο χορευτικές φόρμες ηλεκτρονικής μουσικής όπως η techno και η house κρατάνε ρίζες από πολύ πιο αρχαία είδη μουσικής, όπως η αφρικάνική μουσικοχορευτική παράδοση. Και πάλι όμως αν το αναλύσουμε, θα δούμε ότι ρυθμικά βασίζονται μόνο σε ένα μέρος του συνόλου και αυτό είναι τα 4/4. Δεν είναι μόνο τα 4/4 που κάνουν το ανθρώπινο κορμάκι όμως να χορεύει και να διασκεδάζει, να νιώθει και να εκσφενδονίζει τον νου του σε μια πρωτόγονη έκσταση.
Αν και μόνο αν πούμε για μόνο αυτή την συζήτηση πως γενικώς η EDM (electronic dance music) σχεδιάστηκε, ή καλύτερα εμφανίστηκε για να εξελιχθεί στα dancefloors που θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ο νέος τρόπος τελετουργικής κοινωνικοποίησης μέσω μουσικής και χορού της παγκόσμιας νεολαίας, υστερεί σημαντικά από τις προηγούμενες προσπάθειες του ανθρώπου (σε προηγούμενους αιώνες) για τον ίδιο σκοπό. Υστερεί και μουσικά αλλά και τελετουργικά. Η μουσική θα μπορούσε να είναι πλουσιότερη σε μελωδία και ρυθμό, όπως επίσης και οι… ουσίες που καταναλώνονται.
Δυστυχώς, σε ένα τόσο όμορφο είδος όπως το EDM, ενώ η εξέλιξη θα έπρεπε να είναι ουσιαστική, οι μουσικοί περιορίζονται στο να μιμούνται τα ίδια μοτίβα, αναβαθμίζοντας και ανανεώνοντας μόνο το ηχόχρωμα και τίποτε άλλο. Όπως και να ‘χει, όμως, η μουσική εξελίσσεται και εμείς θα είμαστε όπως και άλλοι τόσοι στο μέλλον που θα βιώσουμε τα μικρά η μεγάλα άλματά της.