Ας ξεκινήσουμε κάπως έτσι — το ίντερνετ απελευθέρωσε την πληροφορία. Καμιά διαφωνία μέχρι εδώ; Κανείς; Ωραία, ας συνεχίσουμε: Την απελευθέρωσε, όχι επειδή οι μεγάλες και μικρές εκδοτικές εταιρείες αποφάσισαν ξαφνικά να την μοιράσουν στον “λαό” (τους χρήστες του ίντερνετ δηλαδή), αλλά επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι που σύχναζαν σε αυτή τη πληροφοριακή ουτοπία ήθελαν να μοιράζονται τις γνώσεις τους, τις ιδέες τους και την καθημερινότητα τους.
Εκδοτικές εταιρείες και απλός κόσμος
Κάθε ασχολούμενη εταιρεία με τα media που σέβεται τον εαυτό του φυλάει το γραπτό, ακουστικό και οπτικό υλικό της διπλοκλειδωμένο, και δέχεται να στο δείξει μόνο κατόπιν πληρωμής, σε μια συμφωνία που δεν έχει και μεγάλη διαφορά από ένα peep show: Εσύ μου δίνεις λεφτά, εγώ σου δείχνω το πράγμα μου.
Οι χρήστες αντιθέτως, αυτή η άμορφη μάζα από 17χρονες ringtone maniacs, 25χρονους που παραγγέλνουν Domino’s μέσω του browser τους και 40χρονους “δημοσιογραφικούς bloggers” που συνήθως δεν έχουν κανένα κόλλημα, οικονομικό ή πνευματικό, να μοιραστούν το όποιο υλικό τους. Σε αντίθεση με τους “εκδοτικούς οίκους”, τις εφημερίδες, τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, εταιρείες δηλαδή οι οποίες χτίσανε τα πλούτη τους -μεγάλα ή μικρά- και την απήχησή τους -αμελητέα ή τρανή- ζητώντας αντίτιμο για να έχεις πρόβαση στη γνώση και τη γνώμη τους, οι χρήστες σκίζονται να προσθέσουν τη γνώση που λείπει λιθαράκι-λιθαράκι, σχόλιο-σχόλιο και με σάλτσα από emoticons.
Σύντομο ιστορικό του ίντερνετ
Κι εδώ είναι που το πράγμα απέκτησε ενδιαφέρον. Το internet, στη πιο βασική του μορφή είναι μια ξέφρενη ανταλλαγή γνώσεων, αισθήσεων και ιδεών, που ξεκίνησε το 1977, κι έκτοτε απλώνει τα παρακλάδια του με γοργούς ρυθμούς, και φουσκώνει πιο γρήγορα κι από καρκίνο. Βασισμένο σε ιδέες του J.C.R. Licklider γραμμένες όχι πιο μετά από το 1962 [!] σε ένα concept με τον τίτλο “Διαγαλαξιακό Δίκτυο Υπολογιστών” [!!], το αμερικάνικο ARPAnet φτιάχτηκε για να μπορούν να “επιβιώσουν” πληροφορίες και δεδομένα από μια πυρηνική επίθεση [!!!]. Not so, mr. General, not quite so –
Εξελίχθηκε, με μια σειρά εντυπωσιακών αλμάτων στη τεχνολογία, σε ένα πανέμορφο χάος από νήματα πληροφορίας που απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση: chat rooms, κρυμμένα HTML comments, torrents, ιστοσελίδες social networking, eBooks, mp3 players που καταγράφουν οτιδήποτε ακούς και εφαρμογές real-time collaboration. Και blogs. Α ναι, τα παρεξηγημένα -εν Ελλάδι, αλλά και παγκοσμίως- blogs. Με ρίζες στα BBS (Bulletin Board Systems) και τα online fora, και μεγαλωμένα από την δύναμη της HTML τα blogs υπήρξαν μια πραγματική επανάσταση.
Ξεκινώντας το 1994, διάφοροι περίεργοι και μη τύποι κρατούσαν το “προσωπικό τους ημερολόγιο” στο νετ. Ο σκοπός ήταν απλός: ήθελαν να μοιραστούν τις ιδέες, τις απόψεις και την καθημερινότητα τους με άλλους, που πιθανόν να είχαν παρόμοιες.
Ο όρος “blog” προέρχεται από την πρωτότυπη συνίζηση των λέξεων “web” και “log” — ιστός και ημερολόγιο. Απ’ αυτό και μόνο μπορείς να καταλάβεις πως το blogging εφευρέθηκε και πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως κάτι προσωπικό.
Γύρω στο 1999 -εποχή που το web βρισκόταν στα ντουζένια του στο Αμέρικα- έγινε το μεγάλο μπαμ, με πολλές εταιρείες να προσφέρουν ταυτόχρονα λύσεις για το hosting (την “στέγαση”) προσωπικών blogs, είτε ως μεμονωμένων ιστοσελίδων, είτε ως μέρος ενός ευρύτερου δικτύου που σκοπό είχε να κρατάει τον επισκέπτη απασχολημένο, προσφέροντας του παρόμοια blogs με αυτό που διάβασε.
Όπως πολλές άλλες τεχνολογίες που απέκτησαν νόημα μόνο μέσω της λαϊκής αποδοχής και της μετέπειτα χρήσης τους, το blogging πέρασε από πολλές μεταλλάξεις. Από τις κακοφτιαγμένες προσωπικές ιστοσελίδες που διατηρούνταν με κόπο στους αυτοματισμούς του Blogger και του LiveJournal κι από εκεί στους βασιλιάδες του γρήγορου blogging, WordPress και Tumblr.
Η τρέλα ήρθε και στην Ελλάδα, φυσικά. Πριν λίγα χρόνια δεν υπήρχε νέος ή νέα που να ασχολείται με το διαδίκτυο και να μην έχει τον προσωπικό του χώρο στο Blogspot και αργότερα στο WordPress.com ή στα ελληνικά τους αντίστοιχα, όπως η υπηρεσία blogging του Pathfinder. Λίγο πριν την έλευση των κοινωνικών δικτύων, τα κονέ σου δεν μετριόταν σε “φίλους” (ψηφιακούς και μη) αλλά σε links και comments: πόσοι είχαν σύνδεσμο προς το blog σου; Προς πόσους είχες εσύ;
Πόσοι σχολίαζαν την τελευταία σου ανάρτηση και πόσων τις αναρτήσεις σχολίαζες εσύ; Ο εκφυλισμός φυσικά δεν άργησε να έρθει: όπως συνέβη και σε άλλα μέσα, οι πραγματικά αξιόλογοι ξεχώρισαν, μεγάλωσαν και επεκτάθηκαν και οι υπόλοιποι αρκέστηκαν στον σύντομο σχολιασμό των τελευταίων τους νέων — και στην ανταλλαγή εικόνων με glitter.
Σήμερα ήταν μια δυστυχισμένη μέρα. Ο σκύλος μου έχεσε το πατάκι της κουζίνας. Η Μαρία μου είπε πως αγαπάει κι αυτή τον Γιώργο. Ο υπολογιστής μου βγάζει κάτι περίεργα μηνύματα. Ορίστε μια εικόνα από χαρωπά κουτάβια με glitter για να φτιάξουν τα κέφια. Σε παρακαλώ σχολίασε.
Και πως φτάσαμε στο σήμερα; Η ιστορία είναι κάτι το εύκολο: έχει περάσει, μπορείς να δεις τη συνολική εικόνα σχετικά εύκολα. Το σήμερα όμως είναι πιο ζόρικο — συμβαίνει εδώ και τώρα. Και το εδώ και τώρα πώς γέμισε με bloggers-δημοσιογράφους, μαζικές αναδημοσιεύσεις, RSS-driven blogs που απαριθμούν χιλιάδες posts ανά έτος; Με bloggers που δημιουργούν συντεχνίες, εφημερίδες, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, βιβλία και ειδησεογραφικά πρακτορεία; Εκτιμώ πως δύο ήταν οι μεγάλες αιτίες: κυνήγι παρόμοιο με αυτό των των παραδοσιακών media και online διαφήμιση.
Τα παραδοσιακά media γυρισμένα μέσα – έξω
Η ζωή κάνει κύκλους — με αυτό διαφωνεί κανείς; Θαυμάσια, πείτε μου στα σχόλια πού διαφωνείτε. Η προσωπική μου άποψη είναι πως κάνει κύκλους. Δεν χρειάζεται εμπειρία ετών ή άψογη γνώση της ιστορίας για να φτάσει κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα. Αρκεί να είναι παρατηρητικός: να δει πως γυρνάνε τα πράγματα γύρω του.
Ο κύκλος που έκαναν οι “πρωτοποριακοί”, για τον καιρό τους, bloggers είναι νέτα-σκέτα φυσιολογικός. Τον παλιό καιρό, χρειαζόσουν επαφές, τρεχάλα και καλό χειρισμό του υλικού σου για να γίνεις “κάποιος” στα media — όπου media, διάβαζε “εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση”.
Η πρωτοπορία στην περίπτωση του blogging δεν ήταν πως κατάργησε τις προηγούμενες ανάγκες του δημιουργού περιεχομένου: ως blogger χρειάζεσαι τις επαφές (απλά κοίτα πόσο γρήγορα αποκτούν αναγνωστικό κοινό τα blogs των ήδη διασήμων), χρειάζεσαι την τρεχάλα (το υλικό δεν έρχεται μόνο του: στην καλύτερη περίπτωση θα τριγυρνάς στο νετ ολημερίς για να το βρεις) και φυσικά, χρειάζεσαι 100%, απολύτως καλό χειρισμό του υλικού σου (πόσα blogs υπάρχουν που αναδημοσιεύουν αναδημοσιεύσεις αναδημοσιεύσεων και δεν έχουν επισκεψιμότητα;).
Η πρωτοπορία στην περίπτωση του blogging ήταν πως το κοινό πλέον είχε πρόσβαση στο υλικό χωρίς να πληρώσει, και μάλιστα σε υλικό που επέλεγε το ίδιο. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είδαμε κάτι καινούργιο όσον αφορά το ίδιο το υλικό.
Το λογικό επακόλουθο ενός τέτοιου κύκλου είναι πως όσοι αποκτήσουν “δύναμη” (αναγνωσιμότητα, φήμη, χρήμα) θα στραφούν στις ήδη δοκιμασμένες συνταγές: την συνεργασία με ήδη γνωστά ονόματα των εκδόσεων, την προσπάθεια δημιουργίας συναισθηματικών διασυνδέσεων με το όνομα τους (π.χ. “γράφεται από τον τάδε, άρα θα αφορά αυτό” ή “…άρα θα είναι αξιόπιστο“), και φυσικά, την δημιουργία κέρδους (χρήματα, μωρό μου) από το υλικό που δημοσιεύουν.
Με λίγα λόγια, ένα μεγάλο ποσοστό από το blogging που ξεκίνησε ως προσωπικός και “πρωτοποριακός” τρόπος μοιρασιάς πληροφορίας, έκανε έναν πλήρη κύκλο και γύρισε πίσω από εκεί που είχε έρθει: την πληροφορία μεταφρασμένη σε χρήμα.
Το θέμα της διαφήμισης
Οι παραδοσιακοί εκδοτικοί οίκοι είχαν δύο μέσα εσόδων, και τα υπόλοιπα μέσα συνήθως έναν. Οι εκδοτικοί οίκοι είχαν συνηθίσει (και είναι τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο σε μια μεγάλη θολούρα ως προς το αν θα ξεσυνηθίσουν) να κερδίζουν χρήματα ανά αντίτυπο βιβλίου, περιοδικού ή άρθρου που πουλούσαν, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσαν και τις διαφημίσεις στις έντυπες και μη εκδόσεις τους, ως μια συμπληρωματική πηγή εσόδων. Τα υπόλοιπα μέσα, από την άλλη μεριά, επιβίωναν και επιβιώνουν ως σήμερα με κύρια πηγή εσόδων τους τις διαφημίσεις.
Η διαφήμιση στην ψηφιακή εποχή είναι ένα μεγάλο ζήτημα: μέχρι το μεγάλο άνοιγμα στο κοινό του Google AdSense το 2003 ήταν -το λιγότερο- ασταθής, λόγω πληθώρας εφαρμογών και λύσεων, αλλά και λόγω της μη-εγγυημένης απόδοσης. Καλά καλά δεν υπήρχαν στατιστικά για τα αποτελέσματα της — κάτι που στον σημερινό κόσμο των εφαρμογών στατιστικών μοιάζει αστείο: σήμερα μπορούμε να πούμε με ακρίβεια πόσο έχει αποδώσει κάθε τύπος διαφήμισης στο internet, ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σύγκριση με όλους τους άλλους τρόπους διαφήμισης.
Το AdSense, ως μια σταθερή πλατφόρμα διαφήμισης, ήταν και μια σταθερότατη πηγή εσόδων για τους μικρούς και μεγάλους bloggers: πλέον δεν χρειαζόσουν πολλές χιλιάδες επισκέπτες για να κλείσεις συμβόλαιο με μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία. Ούτε και χρειαζόταν γνώσεις προγραμματισμού (ή πρόσληψη προγραμματιστή) για να ενσωματώσεις διαφημίσεις σ’ ένα blog. Ο καθένας μπορούσε να βγάλει κάποια -μικρά, ομολογουμένως- ποσά χωρίς καθόλου κόπο, απλά γράφοντας για ό,τι του έκανε κέφι.
Και πως πίεσε αυτό προς την αλλαγή των blogs; Αν σκεφτείς τον τρόπο που δουλεύουν τα δίκτυα διαφημίσεων όπως το AdSense, τότε θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις τις αλλαγές που φέρανε στο blogging: το AdSense συγκρίνει το περιεχόμενο του κάθε άρθρου με μια βάση δεδομένων που περιέχει διαφημίσεις, και κρίνει στιγμιαία ποια διαφήμιση θα έπρεπε να εμφανίζεται στον χρήστη. Έτσι διασφαλίζει πως α) η διαφήμιση θα είναι σχετική με το περιεχόμενο, άρα όχι παράταιρη και β) πως η διαφήμιση θα ενδιαφέρει τον χρήστη. Γιατί; Μα γιατί ήδη διαβάζει κάτι σχετικό! Πάμε τώρα στο ακόμη σημαντικότερο:
Κάθε διαφήμιση δεν έχει την ίδια τιμή. Ούτε αποφέρει τα ίδια έσοδα. Διαφημίσεις ασφαλιστικών εταιρειών, για να δώσω ένα γρήγορο παράδειγμα, ίσως πληρώσουν τον blogger 0,6 ευρώ ανά κλικ, ενώ την ίδια στιγμή διαφημίσεις για παραδοσιακά σαντάλια ίσως πληρώσουν 0,05 ευρώ ανά κλικ. Αυτό οδήγησε τους bloggers στο να μετακινήσουν την θεματολογία τους.
Ταυτόχρονα, η μανία του SEO (Search Engine Optimization, “Βελτιστοποίηση για μηχανές αναζήτησης”), τους πιέσε να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες λέξεις-κλειδιά στα κείμενα τους, ώστε να οδηγείται περισσότερος κόσμος στο εκάστοτε blog, με άμεσα αποτελέσματα στα κέρδη: περισσότερος κόσμος διαβάζει, περισσότερος κόσμος κλικάρει διαφημίσεις. Και, μεταξύ μας, με άμεσα αποτελέσματα στην ποιότητα του περιεχομένου τους, που όσο πήγαινε κι έπεφτε.
Aggregators
Μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο ήταν που εμφανίστηκε η τελευταία σχετικά μόδα των Aggregators, ιστοσελίδων που νόμιμα ή μη συλλέγουν υλικό και links, προσπαθώντας να δράσουν σαν συγκεντρωτικοί πίνακες όλων των άρθρων που ανεβαίνουν καθημερινά.
Η λογική ήταν απλή, αν και η εκτέλεση συχνά απαίσια: αναδημοσιεύω οτιδήποτε βρεθεί μπροστά μου, γεμίζω ταυτόχρονα την σελίδα μου με διαφημίσεις, και περιμένω απλά τα έσοδα από τα κορόιδα να αρχίσουν να ρέουν. Δεν χρειάζεται κάποιος κόπος, και η νομοθεσία παραμένει θολή — άσε που οι περισσότεροι δεν έχουν τις αντοχές να κυνηγήσουν κάθε αναδημοσίευση.
Έντονη διαφήμιση και κακό περιεχόμενο
Η διαφήμιση δεν περιορίστηκε στην άμεση: στο απλό “σου παρουσιάζω κάτι, το κλικάρεις, εσύ κερδίζεις επειδή βλέπεις κάτι -προϊόν, υπηρεσία, άρθρο- που σ’ ενδιαφέρει κι εγώ κερδίζω χρήματα“. Πλέον υπάρχουν πολύ πιο έξυπνοι -και αποδοτικοί- τρόποι για να διαφημιστεί κάτι. Για παράδειγμα, μπορώ να συνάψω μια συμφωνία με μια εταιρεία που συμπαθώ, ας πούμε την Montana Spraycans. Ως συντάκτης, υπόσχομαι να γράφω συχνά – πυκνά άρθρα που να περιλαμβάνουν τα προϊόντα της και η εταιρεία ως αντάλλαγμα να σπονσοράρει τα άρθρα μου, δίνοντας μου χρηματική ανταμοιβή για τις αναφορές σ’ αυτήν.
Εδώ υπάρχουν πολλά ερωτήματα, κυρίως ηθικά. Θα προτιμούσα να μην τα λύσω, κυρίως επειδή η σωστή ή μη χρήση τέτοιων τακτικών έχει να κάνει περισσότερο με το άτομο ή την εταιρεία που τις χρησιμοποιεί και λιγότερο με μια γενικότερη, σταθερή κατάσταση. Κοινώς: παίζει ρόλο το πόσο έξυπνα το κάνεις, και το πόσο πιέζεις ή όχι την κατάσταση.
Προσωπικά, θέλω να δω περισσότερο καλογραμμένο περιεχόμενο. Έχω σιχαθεί τις ιστοσελίδες -blogs ή μη- που αναδημοσιεύουν, αναμασάνε, κοτσάρουν δύο εικόνες με μια πηγή ή χωρίς, και γεμίζουν τον υπόλοιπο χώρο με διαφημίσεις και σάλια. Θέλω να δω απόψεις, θέλω να δω προσωπικότητα, χιούμορ, σοβαρότητα: οτιδήποτε πέρα από ακόμη μια αναδημοσίευση, από ακόμα ένα προχειρογραμμένο άρθρο.
Επαγγελματίες αρθρογράφοι
Πριν λίγο καιρό μιλούσα με την ιντερνετική περσόνα Τάσο Γεωργιάδη, και όταν του είπα πως υπάρχουν επαγγελματίες bloggers αρθρογράφοι το βρήκε κάπως… αστείο; Παράδοξο; Ρωτήστε τον, ίσως θυμάται καλύτερα από εμένα.
Το θέμα είναι πως όχι μόνο υπάρχουν, αλλά σχεδόν κάθε ένας από την -σχετικά μεγάλη- μερίδα διαδικτυακών publishers που δημοσιεύουν καθημερινά περιεχόμενο ανήκει σ’ αυτούς. Δεν υπάρχει πιο απλός και ειλικρινής τρόπος να καθορίσεις τον επαγγελματία από αυτόν: πληρώνεται για κάτι που κάνει. Το να αναρτάς διαφημίσεις στο blog σου ή στην ιστοσελίδα σου σε κάνει επαγγελματία. Το αν το περιεχόμενο σου αξίζει σε κάνει απλά αξιόλογο.
Η περίπτωση του AOL
Ύστερα ήταν εκείνη η εβδομάδα που κοιμήθηκα μόνο έξι ώρες κατά την διάρκεια πέντε ημερών — μια εβδομάδα που τελείωσε μ’ εμένα τόσο εξαντλημένο που είχα αρχίσει να έχω ηχητικές παραισθήσεις: άκουγα συνεχώς ένα τηλέφωνο να χτυπάει κάπου μακριά, ένα τηλέφωνο που δεν υπήρχε ή μια φανταστική πόρτα να χτυπάει πίσω μου.
Δεν μιλάμε για κάποιον εξαντλημένο γραφίστα που κυνηγάει το deadline εδώ. Η παραπάνω φράση, αυτολεξεί, γράφτηκε από τον Oliver Miller, πρώην εργαζόμενο ως “blogger” στην μεγαλύτερη εταιρεία παροχής ιντερνετικών υπηρεσιών της Αμέρικα — την AOL.
Ο Μίλλερ, επαγγελματίας γραφιάς που δεν έχει καμία σχέση απ’ όσο γνωρίζω με τον συνονόματο του Χένρι, προσλήφθηκε από την AOL με ετήσιο μισθό 35.000 δολαρίων — ή 25.000 ευρώ, με την σημερινή ισοτιμία. Πάνω από 2.000 ευρώ τον μήνα, κοινώς, για να… “μπλογκάρει”. “Ήταν η δουλειά των ονείρων του κάθε βαρεμένου“, έγραψε ο ίδιος. “Θυμάμαι όταν ξεπέρασα ένα συγκεκριμένο στάδιο, λίγο καιρό μετά τη πρόσληψη μου: σταμάτησα να αγοράζω ξυραφάκια Sensor και αναβαθμίστηκα στα “Schick Quattro”. Ήταν συναρπαστικό“.
Υπάρχουν άνθρωποι που ονειρεύονται “να πληρώνονται για να γράψουν” για μια ολόκληρη ζωή, λέει ο Όλιβερ. Και αυτός τα είχε καταφέρει! Μπορούσε να αράζει με τις πυτζάμες του, να γράφει όποτε ήθελε και να πληρώνεται γι’ αυτό! Ο ενθουσιασμός όμως δεν κράτησε για πολύ: πριν περάσει ένας χρόνος είχε χάσει την δουλειά του στην AOL — και στη διάρκεια αυτών των ούτε-καν-12 μηνών, είχε γράψει 35.000 λέξεις στα blogs της AOL, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν ψέματα που δεν θυμόταν καν, καθώς τα έγραψε σε ξάγρυπνη, ημιάγρια κατάσταση. Τι συνέβη εκεί;
Γράψιμο και ηθικότητα
Όπως ο ίδιος αναφέρει, του δινόταν οκτώ με δέκα άρθρα ως “αποστολές” κάθε βράδυ. Οκτώ με δέκα άρθρα που είχαν να κάνουν με τηλεοπτικά shows, τα οποία υποτίθεται πως θα παρακολουθούσε μέσα σε μία μόνο νύχτα και θα έγραφε ένα σωστό, όμορφο άρθρο, με πλήρες formatting και φωτογραφία. Γεωργία, θεωρείς ακόμη πως το Texnologia προχωράει με πολύ γρήγορους ρυθμούς;
Φυσικά, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να καταφέρει κάτι τέτοιο. Έτσι, τα αφεντικά του τού ζήτησαν να λέει ψέμματα. Βλέποντας αποσπάσματα των τριών λεπτών, του ζητήθηκε να γράφει για ολόκληρο το τηλεοπτικό πρόγραμμα, δίνοντας την εντύπωση πως το έχει όντως παρακολουθήσει. Στην αρχή έπρεπε να παραδώσει (γράψει, κάνει formatting, διορθώσεις, προσθέσει εικόνα) κάθε άρθρο εντός 35 λεπτών, στο τέλος εντός μόλις 25.
Ακολούθησαν κρίσεις πανικού, ύπνος πάνω σε πληκτρολόγια, οι πιο πάνω παραισθήσεις — μια καθόλου υγιεινή ζωή εν ολίγοις. Σε μια συζήτηση με το “αφεντικό” του, 10 μήνες αφότου προσλήφθηκε, ο Oliver τον ρώτησε αν τους ενδιαφέρει καν το τι γράφει σ’ αυτά τα άρθρα. “Όχι και τόσο”, ήταν η απάντηση. Η μικρή κριτική του, σε συνδυασμό με ένα αθώο λάθος, στοίχισαν στον Oliver την δουλειά του.
Η πιο σημαντική ερώτηση από αυτή την ιστορία, σύμφωνα με τον Miller -και συμφωνώ- είναι η εξής:
Πώς είναι δυνατόν μια εταιρεία δισεκατομμυρίων να μην ενδιαφέρεται για το περιεχόμενο που ανεβαίνει στις ιστοσελίδες της;
Η απάντηση είναι πως δίνει και παραδίνει σημασία στο περιεχόμενο της. Αλλά όχι αναγκαία και στους αναγνώστες της. Βλέπεις, σύμφωνα με εταιρικά έγγραφα που διέρρευσαν πρόσφατα στο διαδίκτυο, η AOL έχει ένα σπουδαίο σχέδιο. Να αυξήσει μαζικά την παραγωγή άρθρων στα blogs της και την ίδια στιγμή να ελαχιστοποιήσει δραστικά το κόστος παραγωγής τους. Πριν την δημοσίευση, πριν καν το γράψιμο ενός άρθρου, ο συγγραφέας του ελέγχει για λέξεις-κλειδιά και συνδυασμούς τους, που θα φέρουν όσο το δυνατόν καλύτερα SEO αποτελέσματα. Που θα τοποθετήσουν το άρθρο στην κορυφή των αποτελεσμάτων των μηχανών αναζήτησης δηλαδή.
Ο κόσμος θα κατέληγε στα blogs. Θα διάβαζε πανηλίθιους τίτλους και ακατανόητα κείμενα. Άρα -για άλλη μια φορά- που είναι το κέρδος; Το κέρδος, φιλαράκο, βρίσκεται στις λαμπερές διαφημίσεις που θα τοποθετούσε η AOL σε αυτά τα απολύτως άχρηστα άρθρα: έστω και ένας στους εκατό, ένας στους χίλιους θα τις κλίκαρε. Και η εταιρεία, με χαμηλότατα κόστη παραγωγής, με γραφιάδες που πάσχουν από ρομποτανθρωπομήχανση, και σταθερή παρουσία χιλιάδων άρθρων στα πρώτα πρώτα αποτελέσματα αναζητήσεων, θα κέρδιζε δολάρια με τα τσουβάλια.
Ποιο είναι το συμπέρασμα
Για εμένα υπάρχει. Το internet άνοιξε νέους δρόμους — και ανακαίνισε παλιούς καρόδρομους σε διαγαλαξιακές λεωφόρους. Όπως σημειώνει και ο Μίλλερ, δεν είναι μόνο πως πλέον υπάρχουν πολύ περισσότεροι εκδότες. Είμαστε όλοι εν δυνάμει εκδότες. Είναι ταυτόχρονα και τ’ ότι υπάρχουν πολύ περισσότεροι αναγνώστες. Αναγνώστες που βιάζονται, που θέλουν το περιεχόμενο τους εδώ και τώρα.
Η ταχύτητα του internet μας κάνει έξυπνους ή χαζούς; Πόσο έξυπνος θα ήταν ο Στέλιος χωρίς τις πηγές που μπορεί να βρει στιγμιαία στο internet; Και πόσο έξυπνοι είναι εν τέλει οι αναγνώστες των blogs της AOL, που μετριούνται σε εκατομμύρια; Πόσο έξυπνος είσαι εσύ σαν αναγνώστης, μετά από κοντά 3.000 λέξεις που διάβασες εδώ; Δεν ειρωνεύομαι, δεν το παίζω έξυπνος (see what I did there?), αυτές είναι γνήσιες απορίες.
Τα πάντα είναι στο χέρι μας: μπορούμε να πάρουμε αυτό το θαυμάσιο εργαλείο και να του ξεψειρίσουμε τη κάθε πλευρά, να μάθουμε κάθε μικρή λεπτομέρεια που μας ενδιαφέρει. Να μοιραστούμε τη γνώση μας, τα ενδιαφέροντα μας, τη καύλα μας — και γιατί όχι, να πληρωθούμε για τους κόπους μας, μεγάλους ή μικρούς. Ή από την άλλη, μπορούμε να ταχθούμε στην θαυμαστή του ικανότητα να μας απορροφάει καθημερινά, για ώρες και ώρες. Δεν έχει σημασία αν τα κείμενα βγάζουν νόημα: μπορούμε να γελάσουμε με εκείνη τη μαϊμού που μυρίζει τον κώλο της και πέφτει από το δέντρο. Να αποβλακωθούμε. Είμαστε καλοί σε αυτό, σωστά;