Αρνούμαι να αποδεχτώ ότι αυτό που φέρνει την απαισιοδοξία είναι η μονότονη καθημερινότητα. Δεν είναι θέμα άποψης, αλλά παρατήρησης. Όλοι μας έχουμε δει ανθρώπους στο χωριό, που έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή εγκλωβισμένοι σε μία στενή κοινωνική νόρμα, μια αδιάκοπη καθημερινότητα, χωρίς ελπίδα για κάποια αλλαγή, χωρίς πλούτο… Και όμως το βλέμμα τους λάμπει και σου δίνουν την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος είναι στα πόδια τους. Πως γίνεται;
Κατ’ αρχάς να κάνουμε μία διάκριση: Η προσωρινή απαισιοδοξία (αρνητικότητα) μπορεί να είναι και δικαιολογημένη. Αν πω εγώ πάμε αύριο βόλτα στην παραλία και μου πεις εσύ, μπα δε νομίζω να μπορέσουμε γιατί μάλλον θα βρέξει, αυτό είναι μια απαισιοδοξία που στηρίζεται σε κάποια δεδομένα που ανέλυσες και σε οδήγησαν σε ένα ρεαλιστικό κατά τη γνώμη σου συμπέρασμα.
Όμως η απαισιοδοξία (και η αρνητικότητα) σαν στάση ζωής διαφέρει. Θα μπορούσε κάποιος αφελώς να πει ότι αφού ανέλυσα τα πάντα γύρω μου συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, απέδειξα ότι η ζωή δεν έχει νόημα. Αυτό θα ήταν μια διαλεκτική διαδικασία που θα οδηγούσε σε μία απαισιόδοξη στάση ζωής.
Όμως το ερώτημα είναι – για αυτόν τον τύπο ανθρώπου – αν μπορεί να αποδείξει ότι η ζωή δεν έχει νόημα; Και η απάντηση είναι «Όχι», απλά θα επικαλεστεί διάφορες δικαιολογίες, όπως η φτώχεια (δηλαδή του λείπουν υλικά αγαθά) ή ότι έχει κάποια ερωτική απογοήτευση, ή και γενικά ότι δεν περνάει καλά. Συνεπώς δεν στοιχειοθετείται με αδιάσειστα στοιχεία τούτο το σκεπτικό, διότι θα οδηγούσε σε υπαρξιακό παράδοξο. Εν πάση περιπτώσει δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο σοβαρό μυαλό που να ισχυρίζεται ότι απέδειξε κάτι τέτοιο.
Άρα η μόνη προσέγγιση που απομένει είναι ότι η απαισιόδοξη στάση ζωής οφείλεται σε εγγενείς παράγοντες της προσωπικότητας του ατόμου, που αγγίζουν την ψυχολογία του και τις βαθιές πεποιθήσεις του, δηλαδή τις σταθερές του υποσυνείδητου του.
Σε μία πρώτη προσέγγιση θα έλεγα ότι μια τέτοια χρόνια απαισιοδοξία σημαίνει ότι το άτομο έχει αντιφατικές σταθερές μέσα του, που το οδηγούν σε συνεχή αδιέξοδα. Να πω ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι κάποιος είναι ομοφυλόφιλος και έχει μεγαλώσει σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Να διευκρινίσω ότι και ο ίδιος έχει αποδεχτεί τις συντηρητικές αντιλήψεις που έχουν σχηματοποιήσει την προσωπικότητά του. Αυτό το άτομο μεγαλώνει με μία τεράστια εσωτερική αντίφαση. Τις ορμές του από τη μία, και τις πεποιθήσεις του από την άλλη. Έχει λοιπόν δύο χαρακτηριστικά: Πρώτον, δεν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και δεύτερον, δεν είναι φίλος με τον εαυτό του. Αυτοαντπαθείται. Δηλαδή, δεν έχει αυτοπεποίθηση. Γιατί; Πολύ απλά διότι ο εσωτερικός το κόσμος είναι αντιφατικός.
Η εξίσωση δεν βγαίνει και άρα δεν έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του. Πιστεύει ότι το μυαλό του δεν είναι ικανό να του δώσει λύσεις. Όταν δεν πιστεύεις την κρίση σου, αισθάνεσαι ότι δεν έχεις έλεγχο των τεκταινόμενων και άρα χάνεις τη ελπίδα ότι μπορείς να κάνεις κάτι για τον εαυτό σου ή για τους άλλους. Άρα αυτομάτως υιοθετείς μια απαισιόδοξη στάση ζωής. Και εδώ να επανέλθω στο παράδειγμα του χωριάτη που ζώντας σε μια βαρετή ασήμαντη καθημερινότητα, παρόλα αυτά είναι αισιόδοξος. Γιατί; Γιατί έχει αυτοπεποίθηση. Δηλαδή έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του. Όταν έχεις εμπιστοσύνη στην κρίση σου, το βέλος έχει φως. Όταν δεν έχεις, το βέλος είναι σκοτεινό και πάει χαμένο.
Βέβαια το παραπάνω παράδειγμα είναι μόνο ένα από τα πολλά που θα μπορούσαμε να αναλύσουμε. Εσωτερικές αντιφάσεις μπορεί να έχει ένα παιδί από χωρισμένους γονείς που δυσκολεύεται να συσχετισθεί με άλλους ανθρώπους. Το έχω δει αυτό αρκετές φορές. Άλλο παράδειγμα είναι αντιφατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Και πάει λέγοντας.
Άρα –κατά τη γνώμη μου- η μόνιμη στάση απαισιοδοξίας οφείλεται στην αντίφαση μεταξύ βαθιών πεποιθήσεων και άλλων σταθερών του υποσυνείδητου, όπως η φύση του ανθρώπου ή κάτι άλλο που δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα. Άρα η δική μου συμβουλή είναι, αν κάποιος είναι συνεχώς απαισιόδοξος, πρώτα να προσπαθήσει να είναι όσο πιο ειλικρινής γίνεται με τον εαυτό του. Να αποδεχτεί τη φύση του και να συμφιλιωθεί με το πετσί του.
Επιπλέον, κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αισιόδοξος όταν υπάρχουν πραγματικές δυσκολίες, όπως ο κίνδυνος να φυλακιστεί ή ο κίνδυνος να πεθάνει. Επειδή όμως, η αισιοδοξία σε βάθος χρόνου διαθλάται και χάνεται, τίποτε δεν υπάρχει εκεί για να τη δικαιολογήσει. Ο αισιόδοξος είναι ένας χαριτωμένος αφελής που τραγουδά εκείνο το τραγουδάκι στην τελευταία σκηνή της ταινίας “Ένας προφήτης, μα τι προφήτης” μαζί με τους Μόντι Πάιθονς.
Ο απαισιόδοξος πάλι που βλέπει παντού την καταχνιά και ολοφύρεται, καλά θα κάνει να αναθεωρήσει τις απόψεις του, .
Η φυσική στάση ζωής είναι «όπως του ζώου» που ζει ελεύθερο στη φύση. Αλλά κατά πόσο μπορεί ο σκεπτόμενος άνθρωπος να το πετύχει, είναι άλλο θέμα.
Ο σκεπτόμενος απαισιόδοξος
Η Σιμόν ντε μποβουάρ όσο και ο Ζαν-Πώλ εκφράζουν το ίδιο πράγμα. Δηλαδή την απομάκρυνση τού ανθρώπου από την υπόλοιπη φύση, την απομάκρυνση από την «πραγματικότητα». Έχω ξαναπεί, με την ευκαιρία άλλων άρθρων, ότι ο άνθρωπος προσδιορίζεται ως «άνθρωπος», με την ψυχική έννοια του όρου, από τη στιγμή που ο εγκέφαλος του έκανε το τεράστιο εξελικτικό άλμα και απέκτησε την ικανότητα να διαχωρίζει το άτομο από το περιβάλλον.
Από τότε απέκτησε «ιστορία» και από τότε απέκτησε τη δυνατότητα να προβλέπει το μέλλον, δηλαδή να προβλέπει το θάνατό του. Από τότε απέκτησε «εγώ». Εγώ είμαι αυτός που γεννήθηκα εκεί και τότε πού έκανα αυτό και το άλλο, που σχεδιάζω να κάνω εκείνο και που δυστυχώς ξέρω ότι κάποτε θα πεθάνω. Εσύ είσαι κάτι άλλο. Ότι βρίσκεται γύρω μου είναι κάτι άλλο. Είναι το περιβάλλον.
Το εξελικτικό άλμα ήταν τεράστιο, αλλά όμως είχε και τις παρενέργειές του. Ποιες είναι αυτές; Αισθανόμαστε ότι είμαστε έξω, ότι δεν ανήκουμε στην πραγματικότητα. Θέλουμε να καταλάβουμε την «πραγματικότητα» για να την ελέγξουμε αλλά δεν μπορούμε. Θέλουμε να κάνουμε τον κόσμο ανθρώπινο. Να τον αλλάξουμε, αλλά δεν μπορούμε. Θέλουμε να γίνουμε Θεοί (ας θυμηθούμε την προτροπή: κατ’ εικόνα και ομοίωση) αλλά δεν μπορούμε. Θέλουμε να γίνουμε αθάνατοι αλλά δεν μπορούμε.
Περιβαλλόμαστε από κάτι πού είναι συντριπτικά ισχυρότερο από μας και αυτό μας δημιουργεί άγχος. Φοβόμαστε. Αισθανόμαστε ένα κενό μέσα μας. Αισθανόμαστε μετέωροι. «Μάταια κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και λέω την ιστορία μου, αλλά δεν μπορώ να συλλάβω τον εαυτό μου ως ολότητα, αυτό που βιώνω είναι το κενό που είναι ο εαυτός μου, αισθάνομαι ότι δεν είμαι». Προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε το πιο δυνατό από τα εργαλεία πού έχουμε στή διάθεσή μας, τή γλώσσα ελπίζοντας νά καταλάβουμε.
Να «“πιάσουμε” τη σημασία των φαινομένων και να βρούμε τις κατάλληλες λέξεις για να τη γράψουμε» αλλά … Μερικές φορές αρνούμαστε την ύπαρξη του έξω κόσμου και ομφαλοσκοπούμε υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό μας. Εκτός από τις «ιδέες» πού γεννάει ο εγκέφαλός μας. Ο έξω κόσμος όμως είναι εδώ. Η φύση είναι εδώ δυνατή και κυρίαρχη. Ότι και να κάνουμε δεν μπορούμε να τής ξεφύγουμε. Δεν μπορούμε να την «εξανθρωπίσουμε» και αυτό όταν το συνειδητοποιούμε θλιβόμαστε. Άλλες φορές πάλι όταν το ξεχνάμε, αισθανόμαστε όμορφα ή ακόμα και «παντοδύναμοι» αν έχει προηγηθεί κάποια «επιτυχία» μας. Γρήγορα όμως ξαναπροσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα και ένας καινούργιος κύκλος θλίψης – χαράς ξεκινάει. Όταν δε χαθεί το μέτρο, αυτός ο κύκλος θλίψης – χαράς, πού είναι φυσιολογικός, μετατρέπεται στον κύκλο κατάθλιψης – μανίας, πού είναι παθολογικός.
Και λοιπόν τι γίνεται; Όλη η ψυχική ζωή μας τελικά θα είναι ένα άθροισμα τέτοιων κύκλων; Δεν υπάρχει διαφυγή; Η απάντηση είναι υπάρχει. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε και εμείς μέρος τής φύσης και να ξανασχεδιάσουμε τη ζωή μας με βάση αυτή τη γνώση. Να ξαναγυρίσουμε στον «παράδεισο» από τον οποίο «φύγαμε» όταν κάναμε το εξελικτικό άλμα. Αν το κάνουμε αυτό θα διαπιστώσουμε ότι στη ζωή δεν υπάρχουν «τετριμμένα» και «εξαιρετικά». Ή να το πούμε και αλλιώς. Τα «τετριμμένα» είναι όλη η ζωή. Τα «εξαιρετικά» είναι στιγμές. Τι κάνουμε λοιπόν τώρα; Περιμένοντας τα «εξαιρετικά» μικραίνουμε απελπιστικά την ήδη μικρή ζωή μας. Και όταν το συνειδητοποιούμε αυτό, σε κάποια πιο προχωρημένη ηλικία, τότε έρχεται η κατάθλιψη, δηλαδή η υπερβολική αυτολύπηση, για να «φάει» και την υπόλοιπη ζωή μας. Τι να κάνουμε λοιπόν; Να δώσουμε προσοχή στα «τετριμμένα».
Να συνειδητοποιούμε κάθε φορά τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε. Να μην απαξιώνουμε τις «εντροπικές» λεγόμενες δραστηριότητες. Τις δραστηριότητες δηλαδή, πού έχουν ένα πιο προσωρινό αποτέλεσμα. Ένα παράδειγμα τέτοιας δραστηριότητας είναι το καθημερινό μαγείρεμα. Ο άνθρωπος στην αγωνία του απέναντι στο προσωρινό, απέναντι στον θάνατο, θεωρεί άξιο ότι έχει διάρκεια. Ότι είναι «αθάνατο». Από δω και η επιδίωξη για υστεροφημία. Ότι δεν έχει μεγάλη διάρκεια το απαξιώνει. Κι όμως το προσωρινό είναι η πραγματικότητα τελικά. «Τα πάντα ρει». Αν δει κανείς έτσι τα πράγματα, τότε θα διαπιστώσει ότι τα «τετριμμένα» δεν είναι και τόσο τετριμμένα. Ότι η κάθε μέρα είναι κάτι το διαφορετικό από την προηγούμενη. Ότι το παρόν έχει αξία, γιατί το παρόν είναι η ζωή. Το παρόν, όπως κι αν έρχεται αξίζει την προσοχή μας.
Απαισιοδοξία εναντίον αισιοδοξίας
Θα ξεκινήσω αυτή την παράγραφο λέγοντας ότι εξυπακούεται πως απευθύνομαι σε σκεπτόμενους ανθρώπους που βλέπουν πέρα από το προφανές και δεν στέκονται στην επιφάνεια των πραγμάτων και των καταστάσεων.
Η αισιοδοξία, και κατ’ επέκταση η θετικότητα, πηγάζει από το απίθανο γεγονός ότι ζω, είμαι εδώ και ότι μπορώ, άμα προσπαθήσω συνειδητά, να πετύχω κάποια πράγματα και να αλλάξω κάποια άλλα που δεν μου αρέσουν. Οι Μόντι Πάιθονς, ήταν μια απένταρη παρέα φοιτητών που δούλεψαν το χιούμορ τους, αυτό που τους άρεσε περισσότερο, και κέρδισαν δόξα και χρήμα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν το άξιζαν, μπορώ να πω ότι ήταν αισιόδοξοι και ότι καλά έκαναν. Μου φαίνεται ότι ο χωρικός, του Jboy, χωρίς υψηλό προβληματισμό ή στόχους ή διάθεση για την αναζήτηση της αλήθειας, είναι συχνά εξίσου αφελής και ανούσιος όσο και ο χαζοχαρούμενος αφελής που τραγουδάει…
Αν δεν σκεφτώ ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, ότι πολλά και σημαντικά θα αλλάξουν, ότι θα βελτιώσω τον εαυτό μου και ότι θα εξελιχθώ, καλύτερα να αυτοκτονήσω μια ώρα γρηγορότερα για να ξεμπερδεύω. Η αισιοδοξία, όπως και η απαισιοδοξία, είναι στάση ζωής και δεν διαθλάται και χάνεται σε βάθος χρόνου. Δεν έχω βρει κάποια θεωρία αισιοδοξίας, από την εποχή του Νίτσε, αλλά κι αυτός τρελάθηκε και δεν μπόρεσε να την υπερασπιστεί ή να την αναπτύξει περισσότερο, προσπαθώ να δείξω τον παραλογισμό μερικών θεωριών που περνιούνται για μεγάλες αλήθειες.
Περί υπαρξιστών
Υπάρχει λόγος να δικαιολογήσουμε τους υπαρξιστές για την ανατροπή που επέφεραν για λίγο στην ανθρώπινη αποχαύνωση: αφού τακτοποιηθήκαμε μέσα στην ασφάλεια του ορθολογισμού και της αντικειμενικότητας, αφού πετάξαμε μαζί με τα νερά της κάθε μεταφυσικής κι οντολογίας και το μωρό και τη λεκάνη μαζί της υπέρβασης, αφού μοιράσαμε δυναμικά τους ρόλους, τις μάσκες και τα κοινωνικά κουστούμια μας, ήτανε ώρα να ασχοληθεί κάποιος και με την τάση για εμετό, που μας βασάνιζε κρυφά κι ανομολόγητα, μόλις ξαπλώσαμε στον καναπέ του επικυρίαρχου παντογνώστη.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ ήταν ένα ελεύθερο, αστικό ζευγάρι, που πήγε λίγο παραπέρα το πρόβλημα των εαυτών μας στις σχέσεις τους με τους “άλλους”: μίλησαν για την “κόλαση” των άλλων και το “αίμα” των άλλων.
Μίλησαν γι αυτά που “δεν είναι αυτά που είναι, και είναι αυτά που δεν είναι”. Μίλησαν για την αγωνία που μας κυριεύει, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε τα ψέμματα της συνείδησης μας, αφού η συνείδηση μας γεμίζει με τις εικόνες των “άλλων” για μας, κι αυτό που όντως είμαστε εμείς δεν είναι παρά η κενότητα, η απουσία, μια σκέτη σκόρπια ύπαρξη που φέρνει το μηδέν στον κόσμο, αφού δεν “είναι” παρά “αλλού” από εμάς ψάχνοντας “να γίνει” κάτι που να έχει νόημα.
Και καταλάβαμε ότι είμαστε καταδικασμένοι να φτιάξουμε το νόημα μας, τον εαυτό μας, τη ζωή μας, αφού η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, είτε βουτώντας μέσα στο μηδέν κι αρχίζοντας να “κάνουμε” έναν αυθεντικό εαυτό με ελεύθερες μόνο τις δυνατότητες επιλογής των συμβολαίων μας με τους “άλλους” (ως κόλαση), είτε σκανάροντας ξένες ζωές, ιδέες, πράξεις και θυσίες (ως αίμα), που τις τυπώνουμε μετά ως αυθεντικές και φτιάχνουμε και πλασάρουμε νέο κουστουμάκι εαυτού, και πορευόμαστε.
Αλλά προς τι και όλο αυτό, αν λίγο μας φύγει η ματιά προς Χάιντεγκερ μεριά κι ακούσουμε τα τρις χειρότερα (και έρχονται στο καπάκι κι οι Pink Floyd να τον επιβεβαιώσουν) πως, ναι εργαλεία, σφυριά είμαστε, κι ότι εν τέλει δεν είμαστε ούτε εμείς καλά, ούτε κι αυτοί(οι “άλλοι”) καλύτερα.
Αλλά δεν φέρνουν ευτυχία αυτές οι σκέψεις (ο Αριστοτέλης δεν τάχε πει για τη μελαγχολία όσων σκέφτονται πολύ;), φέρνουνε μια αμηχανία στον άνθρωπο, μια κρύα ξινίλα, σαν αυτή που αφήνει στα χαρακτηριστικά μας μόλις σβήσει ένα βιασμένο, ψεύτικο χαμόγελο.
Δεν ξέρω αν έφερε κάποιο φως μέσα στο χάος μας, πάντως το αστικό ζευγάρι εύρισκε πάντα τρόπους να χαίρεται την ύπαρξη του, έστω και διαφορετικούς καθένας τους: ο φλογερός Σαρτρ με τις γραφές και τις παρέες του, η φίνα ντε Μπωβουάρ με τα καταχερίσματα πού’σουρνε στις γυναίκες, πάντως τα καφενεία της εποχής στέναξαν στο Παρίσι, στενάξαμε κι εμείς στα νιάτα μας υπερασπίζοντάς τους με τις ατέλειωτες κουβέντες μας για αυθεντικότητα κι υπέρβαση, αλλά μετά ήρθαν και άλλοι “άλλοι”, κι άλλοι, και βλέπαμε που πήγαιναν οι ζωές μας μπροστά από μόνες τους.
Η φιλοσοφία του Υπαρξισμού
Η φιλοσοφία του Υπαρξισμού, που στην εποχή της συγκίνησε πολύ, αφού εστίασε κυρίως σε αυτά που δεν κάνουμε, λόγω ηλιθιότητας ή προσκόλλησης σε λάθη, ήταν μια αντίδραση στο μεγάλο διχασμό επιστήμης και θρησκείας που αποχωρίστηκαν εντελώς η μία από την άλλη κάπου στον 19ο αιώνα. Ίσως έχουν κοινά σημεία, ίσως να είναι στενά συνδεδεμένες στην αντίληψή τους, γεγονός είναι όμως ότι αποχωρίστηκαν και έγιναν ξεχωριστοί “κόσμοι”. Η επιστήμη έγινε τότε αποκλειστικά μηχανιστική, εντελώς θετικιστική, πολύ θεωρητική, αφαιρετική και προσπάθησε – απεγνωσμένα θα’ λεγα- να ελευθερωθεί από τις αξίες. Πίστεψε ότι δεν έχει τίποτα να πει για πνευματικές ή απώτερες αξίες και αυτό σημαίνει ότι αυτοί οι στόχοι, κατά την άποψή της, είναι έξω από της φυσικής ανθρώπινης γνώσης, δεν μπορούμε ποτέ να τους μάθουμε με κατηγορηματικό τρόπο. Καταδίκασε έτσι τον εαυτό της να είναι απλή τεχνολογία, όχι μόνον αδιάφορη στα ζητήματα ηθικής, αλλά και σε ασυμφωνία με τη δεοντολογία ή τον κώδικα ηθικής. Οι ναζί, αλλά έχουμε και άλλα πολλά, και πολύ πιο πρόσφατα παραδείγματα, μας το έδειξαν πολύ καλά.
Παρατηρώ ένα διχασμό γνώσης και αξιών και αν τον αντιστρέψω, βλέπω το ίδιο πράγμα και στις οργανωμένες θρησκείες οι οποίες έχουν καταστεί νοσηρές κυρίως του δογματισμού τους, κατέχουν την απόλυτη γνώση για τα πνευματικά και τη σωτηρία του ανθρώπου και αποκλείουν κάθε συζήτηση με τα δεδομένα των επιστημών που καθιστούν ιδιαίτερα γελοίες ορισμένες θρησκευτικές δοξασίες.
Το πρόβλημα του αποχωρισμού θρησκείας και επιστήμης δεν το έχουμε λύσει ως σήμερα, αλλά όμως το έχουμε συνηθίσει. Μετά τους δύο Παγκόσμιους πολέμους, μια ομάδα διανοουμένων αντέδρασε και η αντίδρασή της ήταν υγιέστατη. Οι άνθρωποι αυτοί ένιωθαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς Θεό, ούτε μέσα στην κυρίαρχη μικροαστική υποκρισία. Ένιωσαν να καταπιέζονται και να ασφυκτιούν, αντέδρασαν όπως αντέδρασαν, άλλοτε καλά, για μας, και άλλοτε κακά, δεν περιορίστηκαν όμως μόνο στην αντίδραση, σκέφτηκαν και έγραψαν ορισμένα πράγματα που μερικές φορές τα διαβάζεις και σου κόβουν την ανάσα και σε κολλάνε στον τοίχο, υποχρεώνοντάς σε να σκεφτείς πράγματα που δεν είχες θελήσει, ή τολμήσει, να σκεφτείς ως τώρα. Μερικές φορές υπερβάλλουν, κυρίως στις βασικές αρχές τους, όχι και πάλι όχι, δεν είναι η “Ναυτία” η ουσία της ζωής μας, αλλά δεν ήταν άνθρωποι που δεν άντλησαν χαρά από τη ζωή.
Αν κρίνω από την προσκόλληση που είχε ο Σαρτρ στο Μαοϊσμό και σε αυτά που έλεγε λίγο πριν πεθάνει, ότι η επανάσταση θα έρθει από την εξέγερση των μαύρων, και μονάχα αυτών, στην Αφρική, συμπεραίνω ότι δεν κατάφεραν να ωριμάσουν, ότι η αναπάντεχη επιτυχία τους μάλλον κακό τους έκανε, παρά καλό. Η αντίρρησή μου ήταν λιγάκι ρητορική, αντλούσαν τη χαρά που αντλούμε όλοι από τη ζωή, αλλά στα γραπτά τους δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την αρνητικότητα, τους αρκούσε η επαναστατική στάση τους, για την οποία άλλωστε χειροκροτήθηκαν πολύ, και δεν κάθισαν να σκεφτούν λίγο παραπάνω.
Αυτά τα λίγα φίλοι μου για τη μόνιμη στάση αρνητικότητας μέσα από τη στωική ανάλυση που έκανα, πάντα με γνώμονα την δική μου κοσμοθεωρία. Και φυσικά είναι δεκτές οποιεσδήποτε αντίθετες απόψεις πάνω σε τούτο το ζήτημα.
Και για το τέλος σας παραθέτω αυτή την σκέψη:
Η ανθρώπινη συνείδηση είναι ένας δυνατός προβολέας που φωτίζει, όταν συμβαίνει κάποια μεγάλη χαρά, όταν είμαστε ερωτευμένοι, όταν παίρνουμε ένα απρόσμενο δώρο, κλπ. Τις στιγμές που είμαστε στεναχωρημένοι, θλιμμένοι, ή απλά απαθείς, ο προβολέας μετατρέπεται σε κεράκι και γινόμαστε λιγότερο αντικειμενικοί, επειδή βλέπουμε λιγότερο νόημα γύρω μας. Συμβαίνει καθημερινά, αλλά δεν το βλέπουμε γιατί βυθιζόμαστε στα πράγματα, τα πράγματα μας απορροφούν τελείως και ξεχνάμε τα πάντα. Πώς άραγε ξεφεύγουμε από αυτή την κατάσταση;