- Είδος: Υπερφυσική ταινία τρόμου
- Σκηνοθεσία: Steve Beck
- Ηθοποιοί: F. Murray Abraham, Tony Shalhoub, Shannon Elizabeth, Kathryn Anderson, J.R. Bourne, Embeth Davidtz, Matthew Lillard, Rah Digga
- Διάρκεια: 91 λεπτά
- Ημερομηνία κυκλοφορίας: 26 Οκτωβρίου 2001
- Ελληνικός τίτλος: 13 φαντάσματα
- Παραγωγή: Warner Bros.
- Προϋπολογισμός ταινίας: 42 εκατομμύρια δολάρια
- Ακαθάριστα έσοδα: 68 εκατομμύρια δολάρια
Να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη ταινία Thirteen Ghosts είναι γνωστή και με διαφορετικά ονόματα όπως 13 Ghosts και Thir13en Ghosts.
Άλλο ένα remake βγήκε στη μεγάλη οθόνη. Αυτή τη φορά θύμα του δημιουργικού τέλματος του Hollywood είναι το κάπως άγνωστο στο μεγαλύτερο μέρος των κινηματογραφόφιλων της ταινίας “13 Ghosts” του 1960. Φυσικά η ταινία εκείνης της εποχής σκόπευε να τρομάξει τον θεατή ποντάροντας περισσότερο στη σκηνοθεσία και τους φωτισμούς παρά στο μακιγιάζ και τα visual effects όπως το remake του.
Η Dark Castle Entertainment (της οποίας το λογότυπο στο ξεκίνημα του έργου είναι ιδιοφυές) αποφάσισε να κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με μια ταινία τρόμου και γιατί όχι με το εν λόγω remake. Αλλά καλύτερα να σας συστήσω με τα 13 Φαντάσματα του σήμερα για να καταλάβετε περί ου ο λόγος!
Ο Κύρος Κρητικός είναι συλλέκτης πολλών περίεργων πραγμάτων. Κάποια από αυτά είναι εκτοπισμένα φάσματα, σύμφωνα με την σεναριακή ορολογία, ή κατά το κοινώς λεγόμενο, φαντάσματα. Κατά τη διάρκεια του “κυνηγιού” του 12ου φαντάσματος της συλλογής του ο “φτωχός” πλην εκκεντρικός Κύρος σκοτώνεται. Κληρονόμοι της περιουσίας του είναι ο ανιψιός του Άρθουρ και η οικογένειά του. Ο Άρθουρ αφού έχασε τη γυναίκα του αλλά και το σπίτι του μέσα στις φλόγες 6 μήνες πριν το θάνατο του θείου του βλέπει πλέον τη ζωή του να αλλάζει επιτέλους προς το καλύτερο.
Το κληροδότημα είναι η εκπληκτική πρώην κατοικία του θείου του που φαντάζει ονειρική μπροστά στο πολύ μικρό διαμέρισμα που είχε βρει για να στεγάσει τον ίδιο, την κόρη του, τον γιό του αλλά και την νεοπροσληφθείσα νταντά. Όπως είναι φυσικό το σπίτι αυτό έχει ήδη κάποιους ενοίκους -δώδεκα στον αριθμό- οι οποίοι δεν φαίνονται με γυμνό μάτι παρά μόνο με ένα ζευγάρι ειδικών γυαλιών φάσματος. Τελικά η συγκατοίκηση θα είναι εφικτή; Η συνέχεια επί της οθόνης…
Θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση προτού εισέλθω στην αξιολόγηση του φιλμ. Η οικογένεια του πρωτότυπου έργου του 1960 είχε το επίθετο Ζορμπά εκ των οποίων το μικρό όνομα του πατέρα ήταν Κύρος. Φαντάζομαι δεν υπάρχει κάποια σύνδεση με το όνομα του θείου του τωρινού και πως απλά πρόκειται περί μίας μικρής υποκλοπής προς τιμήν του αυθεντικού έργου.
Τώρα βέβαια αν θέλουμε να το πάμε λίγο μακρύτερα θα μπορούσαμε κάλλιστα να αναφέρουμε πως τόσο το επίθετο Κρητικός όσο και το Ζορμπάς μόνο ασύνδετα δεν είναι. Και τα δύο μας οδηγούν στη Κρήτη. Όμως αν θυμάστε καλά ακόμα και στον “Εξορκιστή” ο εφημέριος λέγεται Πάτερ Καρράς. Και αναρρωτιέμαι. Προς τι τέτοια προτίμηση στα Ελληνικά ονόματα σε ταινίες τρόμου; Θέλουν να μας πουν κάτι ή…τζάμπα ο συλλογισμός;
Και προχωράμε μετά από αυτή την παρένθεση στα “εν οίκω” της οικογένειας Κρητικού. Σεναριακά το αποτέλεσμα δεν είναι απογοητευτικό αλλά δεν είναι και άξιο λόγου. Το σενάριο δεν γράφτηκε πρόχειρα αλλά οπωσδήποτε δεν περιείχε σεναριακές ανατροπές και περίπλοκη πλοκή. Από την αρχή μέχρι το τέλος έχουμε να κάνουμε με ένα σενάριο που έχει τη ροή της ευθείας με αρκετά μεγάλη προβλεψιμότητα, δίχως ταυτόχρονα αυτό να κάνει και τα όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης πολύ λιγότερο ενδιαφέροντα, ως ένα σημείο τουλάχιστον.
Οφείλω να επισημάνω πως το νούμερο ένα ατού του σεναρίου είναι κάτι που ελάχιστα φιλμ έχουν. Δεν υπάρχει ούτε για δείγμα περιττή ατάκα, περιττός διάλογος και ως εκ τούτου ούτε μία περιττή σκηνή. Όσα βλέπουμε και ακούμε είναι ουσία και μόνο ουσία. Ατάκες του τύπου “Είσαι καλά”, “Χτύπησες;”, “Είναι κανείς εκεί”, “Που είσαι;” και “Φίλε έλα απόψε που πονάω” εμάς δε πρόκειται να μας πονέσουν καθόλου διότι απλούστατα είναι ανύπαρκτες. Εξ ου και τα 97 λεπτά διάρκεια. Εδώ τους απονέμω τα εύσημα!
Και περνάμε στη σκηνοθεσία. Τα σκηνοθετικά ευρήματα είναι αρκετά και αποτελεσματικά στο όλο feeling του φιλμ. Αν μη τι άλλο το μόνο σίγουρο είναι πως η αδρεναλίνη σας σε αρκετά σημεία θα χτυπήσει κόκκινο. Ο Στηβ Μπεκ αποφάσισε να αφήσει το πόστο του καλλιτεχνικού διευθυντή των visual effects στην Industrial Light & Magic του μάγου Λούκας και να το γυρίσει στη σκηνοθεσία. Τώρα αν έκανε καλά καλύτερα να μη το σχολιάσουμε.
Ασφαλώς προσπάθησε να προβάλλει δείγμα της φαντασίας και μέσω της σκηνοθεσίας του στο “13 Φαντάσματα” το οποίο δεν ήθελε να το βασίσει αποκλειστικά σε απότομες σκηνές για να τρομάξει το θεατή όπως οι εκάστοτε χαζοταινίες τέτοιου τύπου. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένα στοιχείο που το χρησιμοποίησε ιδανικά για να προετοιμάζει το θεατή ότι “κάτι” πρόκειται να δει, ή να συμβεί. Τα γυαλιά! Ουκ ολίγες φορές οι πρωταγωνιστές έβαζαν αργά αργά τα ειδικά γυαλιά ή τα αντάλλαζαν μεταξύ τους δίνοντας το έναυσμα στην αγωνία. Οι σκηνές είναι ως ένα βαθμό αρκετά τρομακτικές, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως θα πετάγεστε και από τη θέση σας.
Παρόλα αυτά το έργο είναι αρκετά “στεγνό”. Θα μπορούσε να γίνει σπλάτερ αλλά ο σκηνοθέτης θέλησε να βασιστεί περισσότερο στο καλό μακιγιάζ, το καλό φωτισμό και τις δικές του ικανότητες παρά στο άφθονο αίμα. Υπάρχουν ορισμένες “ωμές” σκηνές αλλά και πάλι ο Μπεκ καταφέρνει να εκθέτει στα μάτια μας τον κατάλληλο χρόνο προϊδεασμού των πλάνων αυτών. Πραγματικά έκανε καλή δουλειά.
Κάτι που όμως ούτε αυτός αλλά ούτε και κανένας σκηνοθέτης θα μπορούσε να αποφύγει ήταν το ότι στο δεύτερο μισό του έργου και αφού ο θεατής έχει εμπεδώσει και, το κυριότερο, συνηθίσει την παρουσία και τη μορφή των φαντασμάτων η αδρεναλίνη επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα.
Συμπεριλαμβανομένου του ότι έχουν ήδη προβλεφθεί κάποια στοιχεία το ενδιαφέρον πέφτει και αυτό στο ήμισυ με αποτέλεσμα να μένει να δούμε πως τελικά θα τελειώσει το φιλμ.
Όσο για τους ηθοποιούς έχω να πω πως έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους έως αξιοπρεπέστατα. Υπήρχαν στιγμές που όντως σε πείθανε ότι έχουν χε… τρελαθεί από το φόβο τους.
Καλύτεροι όλων βέβαια οι ηθοποιοί-φαντάσματα που αν και χάρη στο πάρα πολύ καλό μακιγιάζ δεν χρειάστηκε να καταβάλλουν και αρκετή προσπάθεια στο να μας “τσιτώσουν”. Μάλιστα τα φαντάσματα είναι πάρα πολύ δουλεμένα σαν χαρακτήρες καθώς αποτελούν εικαστικές αναφορές σε προηγούμενους αιώνες και περιόδους.
Τέλος κάτι που αξίζει τη προσοχή όλων μας είναι η πανέμορφη και ιδανική μουσική του Τζον Φρίτζελ (Alien: Resurrection, Dante’s Peak) ο οποίος αποδείχτηκε μια άριστη επιλογή. Μελωδίες δυνατές, ένα κράμα θα μπορούσαμε να πούμε gothic ήχων Danny Elfman & ογκώδης ατμοσφαιρικής μουσικής Howard Shore. Είμαι σίγουρος πως θα κάνει πολύ καλή πορεία από εδώ και πέρα ο 36άρης συνθέτης.
Από όλα αυτά συμπέρανα το εξής. Η ταινία “13 Φαντάσματα” είναι κάτι το μέτριο που παρόλα αυτά καταφέρνει το σκοπό της. Δηλαδή να μη γελάσουμε εκεί που πρέπει να τρομάξουμε, όπως κάναμε τόσα χρόνια με παρόμοιες ταινίες. Πρέπει να παραδεχτώ πως πρόκειται για μια από τις καλύτερες παραγωγές που έχω δει την τελευταία δεκαετία. Τίποτα κατά την προσωπική μου άποψη σε αυτή την παραγωγή δεν έγινε πρόχειρα. Από το κάστ μέχρι τους φωτισμούς και από τα μελετημένα και καλοδουλεμένα φαντάσματα μέχρι το ίδιο το σπίτι-μηχανή.
Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μέτριο αλλά καλό θα είναι να θυμάστε την παρακάτω πρόταση. Το μη μυημένο κοινό θα τρομάξει πολύ, το ώριμο κοινό θα γνωρίσει την ένταση ορισμένες φορές και το κοινό που μεγάλωσε με τέτοιου είδους ταινίες θα περάσει μια ευχάριστη ή αδιάφορη -αναλόγως τα γούστα- μιάμιση ώρα. Ότι δε κατάφερε το Resident Evil το κατάφερε εν μέρει το “13 Φαντάσματα”. Ελπίζουμε ασφαλώς σε κάτι καλύτερο στο μέλλον τόσο από τον σκηνοθέτη Στηβ Μπεκ όσο και από την εταιρεία παραγωγής Dark Castle Entertainment. Μακάρι!
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ της ταινίας Thirteen Ghosts (2001). 13 φαντάσματα.