Η κατάστασις, κύριοι, πρέπει να παραμείνει ως έχει. Η αλλαγή είναι κάτι το κακό.
Το κασετόφωνο και η κασέτα ήχου πολεμήθηκαν αισχρά. Νομίζω θα καταλάβετε παρακάτω τι εννοώ.
Όταν ήμουν μικρός, δεν υπήρχαν ούτε τα CD και ούτε φυσικά τα mp3 players. Τις καινούργιες μουσικές, τις μαθαίναμε από το ραδιόφωνο από παραγωγούς με ονόματα τρομερά και μυστηριώδη όπως Άκης και Ιωσήφ. Όσοι είχαν λεφτά αγόραζαν τους δίσκους με τα καινούργια τραγούδια, οι περισσότεροι όμως αγοράζαμε αντιγραμμένες κασέτες από το δισκοπωλείο της γειτονίας.
- «Θέλω μια κασέτα με τα καινούργια της Μαντόνας».
Ο κασετέμπορας μου έκλεινε το μάτι: “Θα σου βάλω και το καινούργιο των Ντουράν-Ντουράν μικρέ, επειδή σε συμπάθησα” . Το κατοστάρικο άλλαζε χέρια – το ίδιο και η μουσική.
Οι κασέτες: Το πρώτο “αντάρτικο” στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία. Φθηνά και αποτελεσματικά – όπως όλα τα αντάρτικα . Ο ήχος τους βέβαια ήταν για κλάματα. Το βινύλιο ήταν πολύ καλύτερο από την καλύτερη κασέτα χρωμίου και αρκετά καλύτερο από την πανάκριβη κασέτα μετάλλου. Όμως ένα σημαντικό γεγονός (που λίγοι παρατήρησαν) ήταν ότι για πρώτη φορά η μουσική έγινε λιγάκι πιο “εύπλαστη” για τον μέσο άνθρωπο. Ο οποιοσδήποτε μπορούσε να εκφραστεί δημιουργικά, κάνοντας μια συλλογή με τα αγαπημένα του τραγούδια , μια συλλογή που δεν βγήκε από το μυαλό κανενός marketer σε καμία εταιρία. Μια ετερόκλητη συλλογή από “τα καλύτερα” έτσι όπως τα είχε ο καθένας στο μυαλό του. Κράτα το στο μυαλό σου αυτό, έχει σημασία για αργότερα.
Οι εταιρείες ανησυχούσαν βέβαια λιγάκι για εμάς τα παλιόπαιδα που αγοράζαμε πειρατικές κασέτες αντί να αγοράζουμε τα ωραία τους LP. Τα περιοδικά της εποχής μας κουνούσαν δασκαλίστικα το δάχτυλο, μας εξηγούσαν πόσο χάλια ήχο ακούγαμε από αυτές τις ελεεινές παλιό-κασέτες και πόσο καλύτερο ήταν να συλλέγουμε δίσκους για να μπορούμε επιπλέον να χαϊδεύουμε τα εξώφυλλα και να καμαρώνουμε το artwork. Κάποιοι από εμάς πείστηκαν και άρχισαν να ξοδεύουν όλο τους το χαρτζιλίκι για να αγοράζουν LP. Η μουσική βιομηχανία ανακάθισε αναπαυτικά στον καναπέ της. Το χρήμα έρεε και πάλι στα ταμεία της. Ελάχιστα από τα επιπλέον χρήματα κατέληγαν στους καλλιτέχνες αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία.
“Η κατάστασις,κύριοι, πρέπει να παραμείνει ως έχει.Η αλλαγή είναι κάτι το κακό ”
Λίγα χρόνια αργότερα στα τέλη της δεκαετίας του 80, το CD άρχισε να μπαίνει στην ζωή μας. Ο ήχος πλέον ήταν ψηφιακός – μια σειρά από ατέλειωτα 0 και 1, τόσα πολλά, που η χωρητικότητα ενός και μόνο CD , μετρημένη σε megabytes, ήταν 30 φορές μεγαλύτερη από τον σκληρό δίσκο ενός home computer . Όμως το καταπληκτικότερο ήταν ότι η μουσική ήταν πλέον άφθαρτη Μπορούσες να αντιγράφεις το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά χωρίς απώλεια ποιότητας. Κράτα το και αυτό στο μυαλό σου, έχει επίσης σημασία για αργότερα.
Τα περιοδικά βέβαια, μας κουνούσαν και πάλι δασκαλίστικα το δάχτυλο και μας εξηγούσαν ότι το CD είναι πολύ μικρό για να μπορέσουμε να το χαϊδέψουμε κατάλληλα και επιπλέον το artwork του ήταν πολύ στριμωγμένο στο πλαστικό κουτί για να το εκτιμήσουμε, και εδώ που τα λέμε, καλό θα ήταν να συνεχίσουμε να αγοράζουμε βινύλια (που αυτά μάλιστα! Χαϊδεύονται σωστά!) να αφήσουμε με δυο λόγια τις χαζομάρες. Και εμείς υπακούσαμε και αγοράζαμε και βινύλια για να τα χαϊδεύουμε και CD για να ακούμε μουσική χωρίς να γρατσουνάμε τους δίσκους μας. Η μουσική βιομηχανία ανακάθισε αναπαυτικά στον καναπέ της. Το χρήμα έρεε και πάλι στα ταμεία της. Ελάχιστα από τα επιπλέον χρήματα κατέληγαν στους καλλιτέχνες αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία.
«Η κατάστασις, κύριοι, πρέπει να παραμείνει ως έχει. Η αλλαγή είναι κάτι το κακό».
Ο καιρός περνούσε και σύντομα τα CD απέκτησαν και ικανότητες εγγραφής. Έτσι το CD με τα “καινούργια της μαντόνας” που μας έγραφε το δισκοπωλείο της γειτονιάς είχε πλέον εξίσου καλό ήχο με το πρωτότυπο άλμπουμ και καλύτερο ήχο από ένα στουντιακό βινύλιο της περασμένης δεκαετίας. Κράτα το και αυτό στο μυαλό σου. Πολύ σημαντικό!
Η μουσική βιομηχανία ανησύχησε κάπως αλλά δεν έχασε δα και τον ύπνο της. Επανεξέδωσε όλα τα άλμπουμ, όλων των καλλιτεχνών σε CD και τα ξαναπούλησε σε όλους όσους τα είχαν ήδη αγοράσει χρόνια πριν. Τα περιοδικά πλέον κουνούσαν δασκαλίστικα το δάχτυλό τους και μας εξηγούσαν πόσο καταπληκτικές ήταν αυτές οι νέες εκδόσεις και πόσο ψηφιακά καλύτερος ήταν ο ήχος τους από το “ξεπερασμένο” και χειρότερο βινύλιο. Η μουσική βιομηχανία ανακάθισε αναπαυτικά στον καναπέ της. Το χρήμα έρεε και πάλι στα ταμεία της. Ελάχιστα από τα επιπλέον χρήματα κατέληγαν στους καλλιτέχνες αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία.
“Η κατάστασις,κύριοι, πρέπει να παραμείνει ως έχει.Η αλλαγή είναι κάτι το κακό ”
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 90. Στα εργαστήρια της γερμανικής Fraunhofer-Gesselshaft ένας μαθηματικός και ένας ηλεκτρονικός πειραματιζόμενοι στον τομέα της ψυχοακουστικής βρήκαν μια μέθοδο να αφαιρούν από τα ακουστικά κύματα όλα όσα δεν ακούει το ανθρώπινο αυτί. Τα 0 και τα 1 συμπυκνώνονταν ακολουθόντας τα μαγικά μαθηματικά του Seitzer και του Brandenburg. Οι σκληροί δίσκοι των υπολογιστών γίνονταν όλο και πιο μεγάλοι σε χωρητικότητα . Και η θαυμαστή εφεύρεση της Fraunhofer-Gesellshaft το “MPEG 1 LAYER 3 ” και για συντομία MP3 έκανε τα τραγούδια όλο και πιο μικρά σε χωρητικότητα. Πλέον ένας υπολογιστής μπορούσε να χωρέσει χιλιάδες τραγούδια.
Βέβαια οι υπολογισμοί που χρειάζονταν για να μετατραπεί ένα τραγούδι σε mp3 ήταν τρομερά χρονοβόροι. Ένας μέσος υπολογιστής της δεκαετίας του 90 ήθελε μια ολόκληρη νύχτα για να μετατρέψει ένα και μόνο τραγούδι. Αλλά οι υπολογιστές γίνονταν όλο και πιο γρήγοροι. Εν τω μεταξύ, το internet άρχισε να μπαίνει στα σπίτια μας. Τα τραγούδια, συμπυκνωμένα με την εφεύρεση των Γερμανών κυλούσαν πλέον αργά και ηλεκτρονικά στις φλέβες του ελεύθερου Internet. Το Internet ήταν βέβαια αργό, χρειάζονταν πάνω από 3 ώρες για να “στείλεις” μέσα από αυτές τις φλέβες ένα τραγούδι σε ένα φίλο, αλλά πλέον ήταν εφικτό. Η μουσική βιομηχανία συνέχιζε να κοιμάται, απλά άλλαζε πλευρό; “Τι ανοησίες είναι αυτές για εμπιθρί και κουμπιούτερζ; Τα ιντερνετς είναι για τους φυτούκλες” Εξάλλου το χρήμα έρεε στα ταμεία της. Ελάχιστα από αυτά τα χρήματα κατέληγαν στους καλλιτέχνες αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία.
“Η κατάστασις,κύριοι, πρέπει να παραμείνει ως έχει.Η αλλαγή είναι κάτι το κακό ”
Είμαστε πλέον στο 1999. Τρεις πιτσιρικάδες σκαρφίζονται ένα πρόγραμμα που καταλογοποιεί και μοιράζει τις μουσικές που έχει ο καθένας που τρέχει αυτό το πρόγραμμα στον υπολογιστή του με όλους τους άλλους. Το πρόγραμμα αυτό το είπαν Napster. Μέχρι τότε ο καθένας μας είχε λίγες δεκάδες mp3 στον υπολογιστή του. Με το napster, μέσα σε μια νυχτα , ενώσαμε όλοι τις μουσικές μας. ΜΠΑΜ!
Μέσα σε μια νύχτα όλοι μας , σε όλο τον πλανήτη είχαμε πλέον δέκα χιλιάδες τραγούδια στον υπολογιστή μας!
Η μουσική βιομηχανία ξύπνησε πανικόβλητη! Η χήνα με τα χρυσά αυγά είχε πεθάνει!
«Η κατάστασις, κύριοι, πρέπει να παραμείνει ως έχει. Η αλλαγή είναι κάτι το κακό».
Μια μόνο λύση υπήρχε. Για να ανακόψουν το κύμα του mp3 που πλέον σάρωνε τον πλανήτη, τα CD πλέον τυλίχθηκαν στις κυριακάτικες εφημερίδες σαν να ήταν μπακαλιάρος και πωλούνταν (ενσωματωμένα στο κόστος της εφημερίδας) 1-2 ευρώ το ένα.
Ναί. Τα ίδια ακριβώς άλμπουμ που κάποτε πωλούνταν 20 ευρώ το ένα διότι “Το κόστος δεν μπορεί να πέσει άλλο” τώρα ξεπουλιόνταν σαν πάστες ζαχαροπλαστείου. Τα περιοδικά πλέον κουνούσαν το δάχτυλο και μας εξηγούσαν ότι η μουσική έχει υλική υπόσταση, πρέπει να είναι χειροπιαστή και ότι τα mp3 είναι “πολύ συμπιεσμένα ρε παιδί μου”.
Κατάφεραν να μας πείσουν για λίγα χρόνια ακόμη. Και ξαναγοράσαμε, για 4 φορά , έστω και με 2 ευρώ την “Γυφτοπούλα στο Χαμάμ” σε συλλεκτική έκδοση από το Έθνος.
To κόλπο δεν άντεξε για πολύ. Μια νέα γενιά ήδη είχε μεγαλώσει από τότε που εφευρέθηκε το mp3. Μια νέα γενιά που είχε συνηθίσει την μουσική να είναι άυλη να είναι μέσα σε ένα φάκελο στον υπολογιστή τους ή ακόμη και στο youtube διαθέσιμη συνέχεια. Σχεδόν κανείς πλέον δεν αγοράζει CD , αλλά πάρα πολλοί , με ελάχιστα χρήματα αγοράζουν μόνο τα τραγούδια που θέλουν από υπηρεσίες όπως το itunes η κατευθείαν από τον καλλιτέχνη χωρίς μεσάζοντες. Άλλοι πληρώνουν ένα στάνταρ πόσο το μήνα σε υπηρεσίες όπως το Deezer ή το Spotify και ακούν πάμφθηνα όσο μουσική θέλουν.Οι αμετανόητοι πειρατές του mp3 συνεχίζουν βέβαια να υπάρχουν, όπως άλλωστε και 3 δεκαετίες πριν οι “κασσετάκηδες”
Η μουσική βιομηχανία τα έβαψε μαύρα αλλά οι ίδιοι οι μουσικοί όχι και τόσο. Έτσι και αλλιώς ήταν πάντα οι ριγμένοι της υπόθεσης στο φαγοπότι του star system. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν ακούγαμε τόση πολλή και καλή μουσική από τόσους πολλούς και καλούς καλλιτέχνες που μπορούν γρήγορα και ποιοτικά να επικοινωνήσουν με την μουσική τους, χωρίς μεσάζοντες και νταβατζήδες.
Διάβασε επίσης: