Το κυβερνοέγκλημα αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το κοινό έγκλημα.
Όταν ένας κακοποιός εισέλθει στο σπίτι σας για να σας ληστέψει ή να σας προκαλέσει φθορές στο οίκημα σας, τότε προφανώς χωρίς να διστάσετε θα καλέσετε την αστυνομία για να αναφέρετε το έγκλημα. Αλλά τι συμβαίνει, όταν κάποιος φυτέψει έναν ιό στον υπολογιστή σας; Το ερώτημα είναι πως σε αυτήν την περίπτωση θα καλούσατε την αστυνομία; Πώς μπορείτε να καθορίσετε τι είναι ένα έγκλημα ή μια κακουργηματική πράξη σε περίπτωση που κάποιος κυβερνοεγκληματίας έχει προξενήσει φθορά στον υπολογιστή ή την φορητή σας συσκευή.
Τα μεγάλα κυβερνοεγκλήματα, όπως οι παραβιάσεις της Equifax και της Sony τυγχάνει να επικεντρώνουν τα βλέμματα της κοινής γνώμης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης για να καλύψουν λεπτομερέστατα το γεγονός. Αλλά τι γίνεται με τις μικρές επιχειρήσεις και τα μεμονωμένα άτομα που έχουν υποστεί ένα τέτοιου είδους περιστατικό; Τι κάνουν και ποιος διερευνά αυτά τα εγκλήματα;
Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το ευρύ κοινό κατανοεί και αντιλαμβάνεται πως το έγκλημα έχει την ίδια βαρύτητα – είτε ο κακοποιός έριξε μία πέτρα για να σπάσει το τζάμι σας, είτε χρησιμοποίησε το πληκτρολόγιο για να σας καταστρέψει τον υπολογιστή και να σας κλέψει τα δεδομένα.
Στο σημερινή εποχή, αντιμετωπίζουμε διαφορετικά το έγκλημα στον κυβερνοχώρο από τα παραδοσιακά εγκλήματα. Τα αστυνομικά τμήματα δεν διαθέτουν επαρκή κατάρτιση ή πόρους για να αντιμετωπίσουν μια ληστεία όπου ο δράστης θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, και κατά συνέπεια θα είναι δυσκολότερο να συλλεχθούν επαρκή στοιχεία για τη διαλεύκανση του εγκλήματος. Εάν καλέσετε την αστυνομία για να τους αναφέρεται πως ένας κυβερνοεγκληματίας έχει φυτέψει ένα ιό στον υπολογιστή σας και δεν μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση στα αρχεία σας, θα σας πουν πιθανώς να το μεταφέρετε στο κατάστημα από όπου το αγοράσατε για να σας το επισκευάσουν. Αλλά εάν κάποιος προκαλούσε φθορά στο σπίτι σας, στο γραφείο, το αυτοκίνητό σας ή σας λήστευε, τότε θα διεξαγόταν άμεσα έρευνα.
Οι εγκληματίες του κυβερνοχώρου γνωρίζουν πολύ καλά ότι για τα περισσότερα εγκλήματα που διαπράττουν ξέρουν πως η αστυνομία δεν θα ασχοληθεί με το ζήτημα – και στην καλύτερη περίπτωση απλά θα καταγραφεί στα πρακτικά του εκάστοτε αστυνομικού τμήματος – εκτός κι αν η υπόθεση αφορά μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες ή κυβερνήσεις. Ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, το έγκλημα στον κυβερνοχώρο παραμένει μια κερδοφόρα επιχείρηση για τους επιτήδειους.
Σύμφωνα με την Juniper Research, το παγκόσμιο κόστος του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο θα φτάσει συνολικά τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2019 . Αυτό σηματοδοτεί μια τριπλή αύξηση από μια εκτίμηση ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ήταν μέχρι το 2015.
Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται πως η αστυνομία και η υπηρεσία ηλεκτρονικού εγκλήματος της εκάστοτε χώρας τείνει να μην ασχολείται με το διαδικτυακό έγκλημα που αφορά ζημίες κάτω των χιλίων ευρώ σε μεμονωμένα άτομα και μικρές επιχειρήσεις, όμως ακόμα κι αν ασχοληθούν θα δώσουν λιγότερη βαρύτητα από ένα αντίστοιχο περιστατικό για μία παγκοσμίου φήμης εταιρεία.
Είναι γεγονός πως οι κυβερνοεγκληματίες έχουν την ικανότητα να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά ακόμα και σε μία εταιρεία που ανήκει στις 500 μεγαλύτερες του κόσμου (Fortune 500) ή να προκαλέσουν βλάβη στο ηλεκτρικό δίκτυο της περιοχής ή να κλειδώσουν τον κρίσιμο ιατρικό εξοπλισμό σε ένα νοσοκομείο. Για να καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά αυτήν την απειλή, πρέπει να κοιτάξουμε τη θεωρία broken windows (σπασμένα παράθυρα). Αυτή η θεωρία δημιουργήθηκε στον τομέα της εγκληματολογίας τη δεκαετία του 1980 και συνιστά ότι οι αστυνομικοί θα δώσουν την απαιτούμενη προσοχή και σε μικρά περιστατικά, όπως ο βανδαλισμός μικροπραγμάτων σε σπίτια και αυτοκίνητα, προκειμένου να εξαλειφθεί η τάση πριν από τη διάπραξη μεγαλύτερων εγκλημάτων.
Δίνοντας έμφαση στα μικρότερα περιστατικά και οδηγώντας τους δράστες στη δικαιοσύνη, όχι μόνο θα αποθαρρύνουμε τους ανθρώπους από τη διάπραξη των μικρότερων εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο, αλλά θα καταστεί σαφές πως δεν μένει ατιμώρητο τίποτα, αφου το κυβερνοέγκλημα δεν παύει να διαφέρει από το το κοινό έγκλημα.