- Ηθοποιοί: Jodie Foster, Jared Leto, Kristen Stewart, Forest Whitaker, Dwight Yoakam, Patrick Bauchau, Ian Buchanan, Ann Magnuson
- Σκηνοθεσία: David Fincher
- Είδος ταινίας : θρίλερ
- Ημερομηνία κυκλοφορίας: 29 Μαρτίου 2002
- Ελληνικός τίτλος: Δωμάτιο Πανικού
- Διάρκεια: 112 λεπτά
- Παραγωγή: Sony Pictures Entertainment
Από τους τίτλους αρχής μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι πρόκειται για μια ταινία σκηνοθετημένη από τον David Fincher. Οι τρισδιάστατοι τίτλοι με τα ονόματα, προσαρμοσμένοι με αρχιτεκτονικό τρόπο πάνω σε κτήρια της Νέας Υόρκης, φανερώνουν αμέσως την ιδιαίτερη ταυτότητα ενός ταλαντούχου δημιουργού, που παρότι χαρακτηρίζεται συνήθως ως εμπορικός, έχει καταφέρει μέσα από λίγα έργα να περάσει τη ξεχωριστή δική του αρχιτεκτονική ευφυΐα και πρωτοτυπία.
Παρ΄ όλο που στη θεματολογία του Fincher η πρόκληση και το παιχνίδι έχουν με κυνικό και πεσιμιστικό τρόπο πρωταγωνιστικό ρόλο, παίζοντας με τη διάθεση αποδοχής του κοινού, ο μαθητής του George Lucas δεν παύει να αποτελεί ένα σύγχρονο Χολιγουντιανό σημείο αναφοράς. Τρία χρόνια λοιπόν μετά το αριστουργηματικό Fight Club επιστρέφει με ένα έργο-πρόκληση των δυνατοτήτων του, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει.
Βρισκόμαστε στην Νέα Υόρκη, όπου η χωρισμένη Meg Altman (Jodie Foster) μετακομίζει σε ένα πολυτελές τριώροφο σπίτι μαζί με την κόρη της, Sarah (Kristen Stewart). Το διαμέρισμα αυτό όμως έχει ένα έξτρα δωμάτιο: το Panic Room. Πρόκειται για ένα αυτόνομο καταφύγιο, εξοπλισμένο με μόνιτορ που παρακολουθούν κάθε γωνιά του υπόλοιπου σπιτιού. Είναι ένας νέος τρόπος προστασίας ενάντια σε επίδοξους διαρρήκτες, που αρχίζει να διαδίδεται όλο και περισσότερο στην Αμερική.
Οι δυο πρωταγωνίστριες λοιπόν θα αναγκαστούν να κλειστούν σε αυτό από την πρώτη κιόλας νύχτα της διαμονής τους στο καινούριο σπίτι, χωρίς όμως να γνωρίζουν ότι αυτό που ζητούν οι τρεις διαρρήκτες (Forest Whitaker, Jared Leto, Dwight Yoakum) βρίσκεται μέσα στο ίδιο το Panic Room…
Η ταινία ακολουθεί ένα από τα μυστικά του μαέστρου Hitchcock: όσες περισσότερες είναι οι δυσκολίες και οι αναποδιές του πρωταγωνιστή τόσο περισσότερο ο θεατής ταυτίζεται με αυτόν. Δεν έχει σημασία αν είναι αληθοφανείς ή όχι. Το κοινό θα βιώσει την ένταση πριν αναρωτηθεί για την πειστικότητα αυτών που συμβαίνουν.
Τη συνταγή αυτή ακολουθεί με επιτυχία το σενάριο του έργου, που έρχεται δια χειρός David Koepp (Jurassic Park, Mission: Impossible, Spider-Man). Οι ληστές, εκ των οποίων ένας κατασκευάζει τέτοια καταφύγια ενώ ο άλλος έχει ζήσει σε αυτό το σπίτι, προσπαθούν με κάθε τρόπο να μπουν μέσα. Η Meg και η Sarah πασχίζουν να επικοινωνήσουν με κάποιον απ΄ έξω και να αποκρούσουν τις επιθέσεις των ληστών, ενώ παράλληλα η Sarah χρειάζεται να κάνει μια ένεση μέσα σε μια ώρα για να μην πέσει σε κόμμα.
Τελικά όμως αυτό είναι ίσως το μόνο θετικό στοιχείο του σεναρίου, που κατά τα άλλα μόνο επίπεδο μπορεί να χαρακτηριστεί. Δισδιάστατοι χαρακτήρες, χωρίς να καταλαβαίνουμε απόλυτα τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και λειτουργούν, σε μια ιστορία που όλα κυλούν προκαθορισμένα, συμβατικά και όπου ο κάθε απαιτητικός θεατής μπορεί εύκολα να προβλέψει την κατάληξη κάθε σκηνής.
Λαμβάνοντας υπόψη ένα τέτοιο ρηχό σενάριο και γενικά τις δυσκολίες του όλου εγχειρήματος, μπορεί κανείς να αντιληφθεί τις ικανότητες του Fincher. Το έργο μετατρέπεται σε μια παρτίδα σκάκι, όπου ο σκηνοθέτης ελέγχει τις πληροφορίες που δίνει στον θεατή σκηνή προς σκηνή και οι πρωταγωνιστές γνωρίζουν ότι κάθε κίνησή τους μπορεί να αποβεί μοιραία.
Και φυσικά για μια ακόμα φορά ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την εντυπωσιακά ελεύθερη κίνηση της κάμερας, η οποία πετάει από όροφο σε όροφο, μπαίνει μέσα σε κλειδαριές και αεραγωγούς, προκαλώντας ουσιαστικά την αίσθηση ότι περιφέρεται σε ένα άυλο σπίτι. Οι σκηνές αυτές, εξολοκλήρου φτιαγμένες σε υπολογιστή (όπως και οι αντίστοιχες του Fight Club), δίνουν ίσως το βαθύτερο νόημα της ταινίας: τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια.
Σίγουρα η ένταση που προκαλεί το έργο σε έναν θεατή που έχει δει αρκετές ταινίες τρόμου είναι περιορισμένη. Όσο και να προσπάθησε ο σκηνοθέτης να δημιουργήσει ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, δεν καταφέρνει τελικά να διατηρήσει την κλειστοφοβική ένταση επί δύο ώρες.
Σε αυτό συμβάλλουν κάποιες τελείως ανούσιες σκηνές που θυμίζουν περισσότερο τον Macaulay Culkin στο Home Alone, καθώς και το τελείως τετριμμένο φινάλε, που δεν έχει καμία σχέση με το “αποκαλυπτικό” πνεύμα του Fincher. Η Columbia μάλιστα προσπάθησε να πείσει τον σκηνοθέτη να αλλάξει το φινάλε, χωρίς όμως να το καταφέρει. Η κατάσταση σώζεται βέβαια ως ένα βαθμό με κάποια απλά, αλλά έξυπνα τρικ, όπως η χρήση αργής κίνησης και τα περίεργα κοντινά πλάνα των πρωταγωνιστών.
Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι το σενάριο ξαναδουλεύτηκε σε αρκετά σημεία μετά την αλλαγή της πρωταγωνίστριας. Αρχικά ο ρόλος ήταν της Nicole Kidman, η οποία συμμετείχε μάλιστα κανονικά στα γυρίσματα της ταινίας επί τρεις εβδομάδες. Ο τραυματισμός στο γόνατο όμως στο σετ του Moulin Rouge! την ανάγκασε να αποχωρήσει από τη ταινία και η παραγωγή βρισκόταν πλέον σε κίνδυνο να ακυρωθεί.
Τότε ο Fincher στράφηκε στην Jodie Foster με την οποία είχε αρχικά σκοπό να γυρίσει το The Game. Η ίδια μάλιστα αρνήθηκε να προεδρεύσει στην επιτροπή του Φεστιβάλ των Καννών για να συμμετέχει στο φιλμ. Τα εμπόδια για τον σκηνοθέτη όμως δεν σταμάτησαν εκεί, καθότι έπρεπε να αντιμετωπίσει και την εγκυμοσύνη της Foster κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω όμως στο κατά πόσο τελικά η Foster ήταν κατάλληλη για την ταινία αυτή. Μέχρι πριν το φινάλε της, ο ρόλος απαιτεί από την πρωταγωνίστρια να είναι φοβισμένη και με απελπισμένο, σχεδόν υστερικό τρόπο να προσπαθεί να επιβιώσει. Αυτήν την υστερική απόγνωση πιστεύω ότι την έδωσε πολύ καλύτερα η Nicole Kidman σε έναν παρόμοιο ρόλο της, στο The Others.
Από την άλλη, η Jodie Foster ως ηθοποιός συνήθως δίνει έναν φοβισμένο, αλλά σύναμμα δυναμικό χαρακτήρα στους ρόλους της (πάρτε για παράδειγμα το πώς έπαιξε στα The Accused, The Silence of the Lambs, Contact). Δεν είναι όμως αυτό που απαιτεί η συγκεκριμένη ταινία. Πέρα από αυτή την παρατήρηση, οι ερμηνείες κινούνται σε πολύ καλά επίπεδα, με τη Foster να βρίσκεται αρκετές φορές σε έναν αγώνα δρόμου και χρόνου (πολύ πιθανόν να ήταν αυτές οι σκηνές του σεναρίου που προσαρμόστηκαν).
Πολύ καλή και η μικρή Kristen Stewart, η οποία αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να ήταν όντως κόρη της Foster. Αν σας θυμίσει τέλος κάτι η φωνή της ερωμένης, που η Meg ακούει στο τηλέφωνο όταν προσπαθεί να μιλήσει με τον πρώην σύζυγο της, δεν θα έχετε άδικο. Πρόκειται για την ίδια την Nicole Kidman!
Προσωπικά απογοητεύτηκα από το έργο αυτό. Όταν στο τιμόνι βρίσκεται ένας Fincher και μία Foster, και όταν γνωρίζει κανείς τον επαγγελματισμό που έδωσαν για αυτή την παραγωγή, θα περίμενε ένα αποτέλεσμα που θα πρόσφερε κάτι παραπάνω ακόμα και στους λάτρεις των ταινιών τρόμου.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι και η ταινία καταλήγει να είναι ένα ακόμα προϊόν μαζικής κατανάλωσης … κατά προτίμηση μαζί με ποπ-κορν. Σίγουρα θα περάσετε ένα ευχάριστο δίωρο βλέποντάς την (ειδικά αν αναλογιστούμε τις υπόλοιπες ταινίες που κυκλοφορούν αυτή την περίοδο) και δε θα πάνε χαμένα τα χρήματά σας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν στέκει αντάξια των ονομάτων που φέρει και σίγουρα θα αφήσει μια πίκρα στους απαιτητικούς θεατές και στους οπαδούς του ιδιόμορφου δημιουργού.
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ του Panic Room (2002). Δωμάτιο Πανικού.
Διάβασε ακόμη: vivo Y72 5G