Άρθρο του Μιλτιάδη Γιαννοπούλου.
Επειδή πολλά ακούγονται για το κάπνισμα και την απαγόρευση που ισχύει (και ορθώς υφίσταται), ας βάλω κι εγώ το δικό μου ανούσιο πετραδάκι στην όλη κουβέντα, γιατί ναι, ξέρω, είχατε μια σκασίλα, αλλά εγώ θα τα πω.
Ζούμε σε μια κοινωνία όπου κανείς δεν είναι ίδιος με τον διπλανό του. Όπερ σημαίνει ότι άλλα πράγματα ευχαριστούν εμένα, άλλα εσένα, όπως και άλλα ενοχλούν εμένα, κι άλλα τους υπόλοιπους συμπολίτες μου. Για να μπορέσουμε λοιπόν να ζήσουμε στοιχειωδώς αρμονικά, θα πρέπει όλοι να βαδίσουμε με βάση μια σειρά από κανόνες και νόμους. Τι διάολο, ακόμα και τάβλι να παίξεις, ξέρεις ότι δεν μπορείς να κάνεις πόρτες πάνω σε διπλά πούλια, πόσο μάλλον στη ζωή μας που είναι λιγάκι πιο σοβαρή από το τάβλι.
Αφήνω τις γενικολογίες και μπαίνω στο ψητό. Εδώ και χρόνια απαγορεύεται το κάπνισμα. Παντού. Ναι παντού. Ωστόσο αυτό το μέτρο εφαρμόζεται κατά το δοκούν και φυσικά ο νόμος παραβιάζεται όπου υπάρχει χαλαρός έλεγχος, για παράδειγμα στα νυχτερινά μπαρ και στα κλαμπ, ιδίως κατά τα ξημερώματα που δεν υπάρχει αυστηρός έλεγχος από τις δημόσιες αρχές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι θαμώνες σε αυτά τα μαγαζιά συνήθως πίνουν αρκετό αλκοόλ, και με την ανοχή των ιδιοκτητών σε αυτά τα μαγαζιά μπορούν και καπνίζουν, και έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η κατανάλωση, και κατ’ επέκταση τα έσοδα για το μαγαζί, όπως και τα έσοδα για το κράτος μέσω της φορολογίας.
Προφανώς, δεν έχω τη λύση για αυτό το πρόβλημα. Ούτε μπορώ να πω ποια θα είναι η καλύτερη μέθοδος για να εφαρμοστεί το όποιο μέτρο. Αυτό που μετράει είναι η παιδεία. Σίγουρα ο καπνιστής που θέλει να καπνίσει έχει το ίδιο δικαίωμα με μένα που δεν θέλω να καπνίσω. Αναφαίρετο. Από τη στιγμή όμως που η επιθυμία του καπνιστή επηρεάζει την υγεία του μη καπνιστή, υπάρχει θέμα.
Είμαι κι εγώ αντικαπνιστής, αλλά πολλές φορές έχει τύχει και εδώ στο γραφείο να έρχεται κάποιος και να μου λέει “συγγνώμη, μπορώ να καπνίσω;” κι εγώ να λέω ναι. Όταν όμως έρχεται κάποιος και ανάβει τσιγάρο χωρίς να νοιαστεί αν θα ενοχλήσει, τότε τα παίρνω στο κρανίο. Γιατί κι εγώ μπορεί να φέρω μια σαμπρέλα και να της βάλω φωτιά, δικαίωμά μου δεν είναι; Να δούμε ποιος θα ενοχληθεί μετά. Ο τρόπος παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Για μένα τουλάχιστον.
Όπως επίσης παίζει ρόλο και το δικό μου δικαίωμα να πάω μια βόλτα, να πιω ένα ποτό, και να γυρίσω σπίτι χωρίς να έχει ξεραθεί ο λαιμός μου και χωρίς τα ρούχα μου να βρωμάνε. Γιατί αυτό το δικαίωμά μου θα πρέπει να θεωρείται ρατσιστικό; Το να πρέπει κάθε φορά να αναπνέω την καπνίλα και να μην μιλάω, δεν είναι ρατσιστικό;
Προσωπικά, δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα, αν, χωρίς κάποιο νόμο όπως αυτός που θα εφαρμοστεί από αύριο, κάθε φορά που κάποιος ήθελε να καπνίσει είχε την ευγένεια να νοιαστεί για τους γύρω του. Αλλά αυτό είναι το θέμα παιδείας που είπαμε πριν. Η ίδια παιδεία που μας λείπει σε όλες τις καθημερινές μας συναναστροφές, είτε αυτές αφορούν στο πώς οδηγάμε, στο πώς εξυπηρετούμε τον κόσμο σε μια δημόσια υπηρεσία, στο πώς αφήνουμε μια έγγυο να περάσει μπροστά στη σειρά, στο πώς, στο πώς…
Υστερόγραφο. εγώ έχω μάθει από μικρός ότι όταν είναι να κάνω κάτι που ενοχλεί, θα πρέπει να δω τι μπορώ να κάνω για να ενοχλήσω λιγότερο. Όχι να το κάνω και αν κάποιος μου κάνει την παρατήρηση να τα ακούσει κι από πάνω. This is against the rules, you lose one turn.