«Φαντάζεσαι να υπήρχε ένα παιχνίδι, όπου ο αφηγητής θα εξιστορούσε κάθε σου κίνηση;», έχουν ίσως αναρωτηθεί πολλοί από εμάς κατά καιρούς, ως τώρα επί ματαίω. Δεδομένου ότι η αλληλεπίδραση είναι το βασικό στοιχείο των video games, θα περίμενε κανείς να έχει επέλθει νωρίτερα η προσαρμογή της αφήγησης στο gameplay. Χρειάστηκε να περιμένουμε μέχρι το καλοκαίρι του 2011 για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, όμως η ανεξάρτητη Supergiant Games φρόντισε ώστε να αξίζει η αναμονή.
Από την αρχή κιόλας, είναι εμφανές ότι το οπτικοακουστικό κομμάτι του παιχνιδιού κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ο ισομετρικής προοπτικής κόσμος του Bastion είναι σχεδιασμένος στο χέρι, με εξαιρετική λεπτομέρεια και αισθητική, το animation είναι εκφραστικό, οι μουσικές συνθέσεις πρωτότυπες, ατμοσφαιρικές και εθιστικές και ο αφηγητής απλά δίνει ρεσιτάλ.
Ο σοφός γέρος Rucks, εξιστορεί με το βαρύ του στιλ τα γεγονότα που έχουν οδηγήσει στην καταστροφή του κόσμου του παιχνιδιού, αλλά παράλληλα αφηγείται τα τεκταινόμενα επί της οθόνης. Σχεδόν κάθε κίνηση του ήρωα, γνωστού με το χαϊδευτικό «Kid», γίνεται αντικείμενο έξυπνου σχολιασμού από τον αφηγητή, χωρίς να υπάρχουν επαναλήψεις ή αποτυχημένες ατάκες.
Η νεοσύστατη Supergiant Games υλοποίησε το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό απολύτως επιτυχημένα, καταφέρνοντας να προσδώσει κινηματογραφική διάσταση σε κάθε ενέργεια του παίκτη και να ισχυροποιήσει τη σύνδεσή του με τον κόσμο του παιχνιδιού. Ακόμη και η απλή εμφάνιση ενός εχθρού αποκτά πλέον βαρύτητα, ενώ το σενάριο εξελίσσεται και εξιστορείται και αυτό παράλληλα με το gameplay, χωρίς να διακόπτει το ρυθμό του. Αρκετές είναι μάλιστα οι περιπτώσεις όπου η μουσική και η αφήγηση συνδυάζονται αρμονικά για να αποκαλύψουν νέα στοιχεία του σεναρίου ή να συνοδεύσουν μία σημαντική στιγμή του παιχνιδιού, με αντίκτυπο που δύσκολα θα πετύχαινε ένα απλό cutscene.
Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει το Bastion να ξεχωρίζει, είναι η σταδιακή αναδημιουργία του εδάφους κάτω από τα πόδια του Kid, η οποία συνεισφέρει στην ζωντάνια του παιχνιδιού και αναδεικνύει τον σχεδιασμό των επιπέδων. Από εκεί και πέρα, σε επίπεδο μηχανισμών gameplay, έχουμε να κάνουμε με ένα Action RPG, το οποίο βασίζεται μεν σε παραδοσιακά στοιχεία της κατηγορίας, αλλά τα έχει προσαρμόσει στο δικό του στιλ και κάνει συνειδητή προσπάθεια να αποφύγει την επανάληψη, αποπνέοντας έτσι μια φρέσκια αίσθηση.
Η βάση του παίκτη είναι το ίδιο το Bastion, ένα ιπτάμενο νησί που δημιουργήθηκε για ειδικές περιπτώσεις, όπως την καταστροφή που έχει λάβει χώρα πριν το ξεκίνημα του παιχνιδιού. Από εκεί υπάρχει η δυνατότητα μετακίνησης σε νέες περιοχές, αιωρούμενα απομεινάρια του παλαιού κόσμου, στο τέλος των οποίων υπάρχουν -συνήθως- cores και shards, απαραίτητα και τα δύο για την αναβάθμιση του Bastion με διάφορα κτίρια. Οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται από ποικιλία όχι μόνο στη μορφή, αλλά και τη δομή τους. Υπάρχουν συνεχείς εναλλαγές στην τοποθέτηση των cores, στον τύπο και την συχνότητα εμφάνισης των εχθρών, στο layout των επιπέδων και το concept που τα χαρακτηρίζει, ενώ η ροή νέων αντικειμένων είναι σταθερή και συνεχής.
Στα κτίρια του Bastion λαμβάνει χώρα η αναβάθμιση του χαρακτήρα και των όπλων, με αρκετές πινελιές πρωτοτυπίας και χιούμορ, που συνεισφέρουν και αυτές στο να δώσουν «ψυχή» στο παιχνίδι. Για παράδειγμα, στο Distillery βρίσκονται τα passive bonus που μπορεί να οικειοποιηθεί ο Kid μετά από κάθε level που ανεβαίνει, πίνοντας το ανάλογο -και πάντα ευφάνταστα ονομασμένο- ουίσκι. Επιπλέον, σε ένα από αυτά τα κτίρια, στο Shrine, ο παίκτης μπορεί να ανεβάσει τη δυσκολία του παιχνιδιού, προσαρμόζοντας με τον επιθυμητό τρόπο τη συμπεριφορά των εχθρών.
Ο Rucks είναι πάντα παρών και στο Bastion, σχολιάζοντας είτε τη γεύση των ουίσκι, είτε τον συνδυασμό όπλων που επέλεξε ο Kid, είτε οτιδήποτε άλλο, ενώ δεν παραλείπει να εξιστορήσει το υπόβαθρο των κεντρικών χαρακτήρων στη διάρκεια των τριών διαθέσιμων event επιβίωσης έναντι πολλαπλών κυμάτων εχθρών, δίνοντας έτσι ένα επιπλέον κίνητρο για την ολοκλήρωσή τους.
Η καρδιά του παιχνιδιού είναι φυσικά το στοιχείο του hack and slash, που τόσο έχει αγαπηθεί σε παιχνίδια όπως το Diablo και το Torchlight. Η δυνατότητα αποφυγής των επιθέσεων δίνει μεγαλύτερη ευελιξία και κινητικότητα στον πρωταγωνιστή σε σχέση με άλλα παιχνίδια του είδους, ενώ κάθε όπλο και ειδική επίθεση χαρακτηρίζονται από ικανοποιητική αίσθηση, ισορροπία και προσεκτικό σχεδιασμό, απαιτώντας ξεχωριστή προσέγγιση στη μάχη κατά περίπτωση.
Αν και η δυνατότητα ταυτόχρονης χρήσης μόνο δύο όπλων και μιας ειδικής επίθεσης μοιάζει περιοριστική, έχει τελικά ως αποτέλεσμα την προσεκτικότερη επιλογή τους πριν από κάθε περιοχή και την καλύτερη εκτίμηση των επί μέρους χαρακτηριστικών τους.
Η κανονική ροή του παιχνιδιού διακόπτεται ευχάριστα από τα Proving Grounds, πίστες που εμφανίζονται μετά την απόκτηση νέων όπλων και περιλαμβάνουν δοκιμασίες ειδικά σχεδιασμένες για να τεστάρουν τις ικανότητές σας στον χειρισμό τους. Κάθε δοκιμασία είναι εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη και αναδεικνύει την διαφορετικότητα κάθε όπλου, δίνοντας στον παίκτη την ευκαιρία να εξασκηθεί και να κρίνει καλύτερα ποιες αναβαθμίσεις θα προτιμούσε.
Αν και τα Proving Grounds είναι προαιρετικά, το δεύτερο κίνητρο που παρέχουν, πέρα από την εν γένει εθιστική φύση τους, είναι οι ανταμοιβές που προσφέρουν. Το πρώτο βραβείο είναι σε κάθε περίπτωση μία ισχυρότατη ειδική επίθεση για το εκάστοτε όπλο, οπότε υπολογίστε αρκετό επιπλέον χρόνο ενασχόλησης μαζί τους, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στις 5-6 περίπου ώρες του campaign και τις άλλες τόσες που δύσκολα θα αρνηθεί κανείς να αφιερώσει στο New Games+ mode, προκειμένου να αναβαθμίσει πλήρως τον χαρακτήρα και τα όπλα και να δοκιμάσει τα νέα αντικείμενα που διατίθενται στο δεύτερο playthrough.
Το Bastion θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως ένα από τα καλύτερα δείγματα downloadable τίτλων στο Xbox Live και όχι μόνο, αφού συνδυάζει αρμονικά το παραδοσιακό με το νέο στοιχείο, προσφέροντας ποικιλία και προσεγμένο περιεχόμενο και αποδεικνύοντας ότι ο ανθρώπινος παράγοντας -που εδώ εκφράζεται μέσω της αφήγησης- μπορεί να κάνει τη διαφορά. Όταν, μετά τον τερματισμό του παιχνιδιού, προσπαθήσει κάποιος να περιγράψει το παιχνίδι, δύσκολα θα διαφωνήσει με τον Rucks: “Words can’t express what happened… But they‘re all I got”…