Η Adobe αποφάσισε να εγκαταλείψει την εξαγορά της προγραμματίστριας εταιρείας διαδικτυακού λογισμικού Figma, η οποία θα κόστιζε περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Η αιτιολόγηση της περιλάμβανε την ανυπαρξία μιας “σαφούς διαδρομής προκειμένου να λάβουν τις απαραίτητες εγκρίσεις από τις ρυθμιστικές αρχές ανταγωνισμού, τόσο από το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση”.
Η συμφωνία είχε μπει στο μικροσκόπιο ενδελεχών ερευνών από τις ρυθμιστικές αρχές ανταγωνισμού τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην ΕΕ. Ο φόβος ήταν ότι η συγχώνευση θα μπορούσε να επιφέρει ανισορροπίες στον ανταγωνισμό και την καινοτομία στον τομέα του σχεδιασμού προϊόντων λογισμικού, της επεξεργασίας εικόνας και βίντεο κ.λπ.
Η Adobe, γνωστή για τα ψηφιακά εργαλεία επεξεργασίας οπτικοακουστικού περιεχομένου όπως το Photoshop και το InDesign, ενώ η Figma, είναι εξειδικευμένη κατά κύριο λόγο στο διαδικτυακό λογισμικό για το σχεδιασμό εφαρμογών και ιστοτόπων, αποφάσισαν να ακυρώσουν τη συμφωνία, αναφέροντας τις ρυθμιστικές προκλήσεις ως βασική αιτία. Συνεπώς, εξαιτίας του τερματισμού της συμφωνίας, η Adobe είναι υποχρεωμένη να καταβάλει 1 δισεκατομμύριο δολάρια στην Figma ως αποζημίωση.
Επί της ουσίας η Adobe αρνήθηκε να προβεί σε διορθωτικά μέτρα για να κατευνάσει τις ανησυχίες της ρυθμιστικής αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου. Η κοινή δήλωση των δύο εταιρειών υπογραμμίζει την έντονη διαφωνία με τα ευρήματα των ερευνών από τις ρυθμιστικές αρχές ανταγωνισμού και τις κανονιστικές οδηγίες προκειμένου να προχωρήσει αυτή η εξαγορά, οπότε λόγω αυτών των διαφωνιών, τελικά οι δύο εταιρείες αποφάσισαν να ακολουθήσουν ξεχωριστούς δρόμους μεταξύ τους.
Οι ρυθμιστικές αρχές ανταγωνισμού σε όλο τον κόσμο έστειλαν ξεκάθαρα ανάμεικτα μηνύματα στις εταιρείες που συγκαταλέγονται στο Big Tech που προσδοκούσαν να αποκτήσουν πολλά υποσχόμενες νεοφυείς επιχειρήσεις, όπως και διάφορες ανταγωνιστικές εταιρείες με απότερο σκοπό να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά.
Μερικά παραδείγματα αυτής της κατάστασης είναι όταν η αντιμονοπωλιακή αρχή της Έυρωπαϊκής Ένωσης είχε διατυπώσει επίσημα την αντίρρηση της για διάφορες σημαντικές εξαγορές, όπως όταν η Amazon είχε σκοπό να εξαγοράσει την iRobot της εταιρείας Roomba για 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια.Ωστόσο, η Microsoft κατάφερε να ολοκληρώσει την εξαγορά 75 δισεκατομμυρίων δολαρίων της εταιρείας παραγωγής παιχνιδιών Activision τον Οκτώβριο, αφού είχε προέβη πρώτα σε αναθεωρήσεις στη συμφωνία για να κατευνάσει τους πρόβληματισμούς και τις ανησυχίες των ρυθμιστικών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες που σκόπευαν να προβούν σε εξαγορές μαμούθ μικρότερων εταιρειών αντιμετώπιζαν πολλαπλές ρυθμιστικές προκλήσεις, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την μεριά της δημοσίευσε αναγκάστηκε να εκφράσει δημόσια την αντίρρηση για ορισμένες υποθέσεις, υποστηρίζοντας ότι η εξαγορά θα μπορούσε «να βλάψει σημαντικά τον υγιή ανταγωνισμό στις παγκόσμιες αγορές».
Η βασική αιτία που η Adobe ήταν διατεθειμένη να αποκτήσει τη Figma με έδρα το Σαν Φρανσίσκο είχε θεωρηθεί από τους επικριτές της συμφωνίας ως μια προσπάθεια να αφανίσει τον ανταγωνισμό, και για αυτόν τον λόγο είχε σκοπό να πληρώσει τόσα πολλά χρήματα για τούτη την εξαγορά.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι συζητήσεις για αυτή την συμφωνία εξαγοράς είχαν ξεκινήσει την περίοδο της πανδημίας.
Οι εταιρείες αναμενόταν να εμφανιστούν ενώπιον της CMA για να αμφισβητήσουν τα προσωρινά πορίσματα της ρυθμιστικής αρχής την Πέμπτη αυτή την εβδομάδα.
Σύμφωνα με τα προτεινόμενα διορθωτικά μέτρα τον Νοέμβριο, η CMA δήλωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο είτε να απαγορεύσει τη συμφωνία, είτε να απαιτήσει την εφαρμογή αλληλεπικαλυπτόμενων λειτουργιών ορισμένων λογισμικών μεταξύ τους, όπως το Adobe’s Illustrator ή το Photoshop, ή το βασικό προϊόν Figma Design της Figma.