Δεν ξέρω αν το έχετε ξανακούσει, αλλά, όταν βρέχει, δεν βρέχει μόνο νερό. Ο λόγος που η καλοκαιρινή μπόρα σας μουτζουρώνει το φρεσκοπλυμένο αμάξι είναι γιατί, για να δημιουργηθεί μια σταγόνα βροχής, είναι απαραίτητος ένας πυρήνας. Τις περισσότερες φορές το ρόλο αυτό παίζουν τα αναρίθμητα μικρά σωματίδια που ίπτανται στην ατμόσφαιρα, όπως π.χ. κόκκοι άμμου από τη Σαχάρα, γύρω από τα οποία σχηματίζεται η υδάτινη σταγόνα.
Κάπως έτσι λειτουργεί και η συλλογική μνήμη. Η ιστορία, οι θρύλοι, η μυθοπλασία, οι παραδόσεις ταξιδεύουν μέσα στο κοινωνικό ασυνείδητο ως υδρατμοί ψάχνοντας αυτούς τους «πυρήνες», που θα τους επιτρέψουν να πραγματωθούν και να σχηματίσουν αυτό που οι περισσότερες κοινωνίες αποκαλούν το «παρελθόν». Το ρόλο αυτό έρχονται να παίξουν σε αυτή την περίπτωση τα μνημεία.
Τα μνημεία όχι όμως μόνο με την απλή έννοια που συνήθως τους δίνουμε, ενός γλυπτού δηλαδή στη μέση της πλατείας (με στεφάνια παρατημένα από την περασμένη εθνική εορτή) ή ενός αρχαιολογικού χώρου, όπως η Ακρόπολη, αλλά με την ευρύτερη έννοια της συμβολικής τους υπόστασης, της λειτουργίας τους δηλαδή ως «πυρήνων» ιστορικής μνήμης. Με αυτή τη λογική μνημείο μπορεί να καταστεί σχεδόν το οτιδήποτε, ένας χώρος, ένα αντικείμενο, μία αισθητηριακή εμπειρία, αρκεί να υπάρχει μια μεταξύ μας συνεννόηση ότι όταν κανείς βλέπει κάτι, το ακούει, το αισθάνεται, του έρχεται στο μυαλό η ίδια ιστορία, η ίδια «ανάμνηση».
Το πρόβλημα που δημιουργείται συχνά είναι πως πολλές φορές αυτοί οι κοινοί τόποι ή τα ίδια αντικείμενα συγκεντρώνουν παραπάνω από μία συμβολικές αποχρώσεις, λόγω κυρίως της μακράς διαδρομής τους στο χώρο. Έτσι δημιουργείται για παράδειγμα στην ιστορία και την αρχαιολογία η έννοια του «παλίμψηστου», ενός μνημείου δηλαδή με αλλεπάλληλες στρώσεις ιστορικής φόρτισης. Όπως για παράδειγμα, μια περγαμηνή με την Ποιητική του Αριστοτέλη επαναχρησιμοποιήθηκε μερικούς αιώνες αργότερα για να γραφτεί στη ξεθωριασμένη πλέον επιφάνειά της το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, έτσι και μια πόλη χτίζεται σχεδόν πάντα πατώντας στα ερείπια της προηγούμενης φάσης της ζωής της.
Η σύγχρονη ιστορική και αρχαιολογική έρευνα φυσικά ωφελείται από αυτή την ευτυχή κατάσταση εντροπίας, ωστόσο, όπως λέει και ο Χαλίλ Γκιμπράν, ο πόνος της αφθονίας είναι καμιά φορά πιο οδυνηρός από τη θλίψη της ακαρπίας. Γιατί τότε είναι που τίθενται τα περίφημα θέματα διαχείρισης του πολύτιμου αυτού πολιτισμικού αποθέματος. Και οι αποφάσεις που παίρνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι βαθειά κοινωνικές. Στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε το παρελθόν καθρεπτίζεται εν πολλοίς ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε το παρόν και διεκδικούμε το μέλλον.
Και μετά από αυτή τη «φιλοσοφική» εισαγωγή, στο θέμα μας. Το τελευταίο διάστημα επικρατεί μία έντονη αντιπαράθεση σχετικά με την επιλογή της αρχιτεκτονικής πρότασης για τη διαμόρφωση της πλατείας Ελευθερίας. Εν ολίγοις, το θέμα περιστρέφεται όχι γύρω από την αρχιτεκτονική – σχεδιαστική προσέγγιση, αλλά γύρω από ένα βασικό ιστορικής χροιάς δίλημμα: την ανάδειξη της πλατείας με άξονα τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης ή την υποχώρηση του στοιχείου αυτού σε μια γενικότερη ιστορική προσέγγιση με διάφορες αναφορές σε σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή.
Η αρχιτεκτονική ομάδα που κέρδισε τον διαγωνισμό στήριξε το σχεδιασμό της στη δεύτερη επιλογή και τεκμηριώνει στο πλαίσιο της πρότασής της τη διαχρονική ιστορικότητα του τόπου. Ο αντίλογος μιλά πρωτίστως για ένα και μοναδικό γεγονός: τη συγκέντρωση των Εβραίων από τους Γερμανούς Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. με σκοπό την ένταξή τους στο σχέδιο εκκαθάρισης του Γ’ Ράιχ.
Μέχρι το 1912, οπότε και απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από το ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Εβραίοι της πόλης αποτελούσαν πιθανώς την πλειονότητα των πολιτών της. Σίγουρα μέχρι το 1940 ήταν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της. Στα 400 και πλέον περίπου αυτά χρόνια από την έλευσή τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαμόρφωσαν κι αυτοί τη νεότερη ιστορία της πόλης.
Τα μνημεία που θυμίζουν σήμερα την παρουσία τους είναι λιγοστά και σίγουρα δεν έχουν την αίγλη του Λευκού Πύργου ή του Επταπυργίου. Μάλιστα, θα έλεγε κάποιος ότι, αν κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκονται, ούτε που θα του περνούσε στο μυαλό ότι υπάρχουν. Σκεφτείτε πόσοι από εμάς που κατοικούμε σε αυτή την πόλη τα γνωρίζουμε… Με άλλα λόγια η εβραϊκή μνήμη στη Θεσσαλονίκη πλανάται σαν φάντασμα πάνω από την πόλη, για να παραφράσω τα λόγια του Μαρξ. Ίσως περιμένει έναν «τόπο», έναν πυρήνα για να πραγματωθεί. Και γεννάται το ερώτημα. Αν όχι εκεί, πού αλλού;
Παρόμοια αντιμετωπίζεται και το θέμα των οθωμανικών και σλαβικών μνημείων της πόλης. Όπως επίσης, πολλά θα μπορούσε να πει κανείς και για την ιστορική διαχείριση της «προσφυγικής» περιόδου. Χωρίς να τον δικαιολογώ, αντιλαμβάνομαι το φόβο που ξεπηδά από αυτές τις «μνήμες», στη μία περίπτωση λόγω θρησκευτικών και στις άλλες δυο λόγω πολιτικών επιπλοκών. Στην περίπτωση της εβραϊκής ανάμνησης όμως δυσκολεύομαι να αιτιολογήσω αυτό το δισταγμό για αναγνώριση. Τι είναι άραγε αυτό που μας κάνει ως Θεσσαλονικείς να σπρώχνουμε αυτό το κομμάτι της ιστορίας της πόλης στη γωνία του δωματίου, πίσω από το γύψινο πορτρέτο του Μεγαλέξανδρου;
Και μια τελευταία σκέψη. Μήπως αυτή η υπεκφυγή αφήνει χώρο σε άλλους, λιγότερο «μετριοπαθείς», να ορίζουν «μονόπατα» το τι αποτελεί το κοινό μας παρελθόν και τι όχι; Μήπως έτσι χάνεται η ευκαιρία να μετατραπεί η πολύ-πολιτισμικότητα σε αγαθό και καθίσταται αντίθετα πεδίο αντιπαραθέσεων; Τι έχει άραγε να φοβηθεί σήμερα η «ελληνικότητά» μας; Να μη χάσει το πλούσιο πολιτισμικό και δημοκρατικό της περιεχόμενο ή τον «τίτλο» της;