Η Πορτογαλία είναι ένα παράκτιο κράτος που βρίσκεται στη νοτιοδυτική περιοχή της Ευρώπης, στο ανατολικό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου. Η επικράτεια του έθνους περιλαμβάνει επίσης πολλά αρχιπελάγη στον Ατλαντικό Ωκεανό, ενώ η Ισπανία και το κρατίδιο του Γιβραλτάρ είναι μερικά από τα κράτη που συνορεύουν με την Πορτογαλία. Η συγκεκριμένη χώρα διαθέτει μια σειρά από φυσικούς πόρους από τους οποίους αποκομίζει σημαντικά έσοδα, κάνοντας εξαγωγή αυτών των προϊόντων σε άλλα έθνη.
Λόγω της πρωτογενούς παραγωγής αγαθών και του αυξημένου εμπορίου, η οικονομία της Πορτογαλίας αναπτύσσεται σταθερά από το 2014, γεγονός που μεταφράστηκε επίσης σε μειωμένα ποσοστά ανεργίας. Μερικοί από τους πιο αξιόλογους φυσικούς πόρους που θα αναφέρουμε αναλυτικά στις παρακάτω ενότητες είναι η αλιεία ψαριών, η υδροηλεκτρική ενέργεια, τα δάση, η καλλιεργήσιμη γη, το λίθιο, το μάρμαρο, ο κασσίτερος, το ουράνιο και το βολφράμιο.
Πάμε να δούμε λοιπόν αναλυτικά ποιοι είναι οι φυσικοί πόροι της Πορτογαλίας.
Αλιεία
Η αλιεία είναι ένας από τους κύριους φυσικούς πόρους της Πορτογαλίας. Για το λόγο αυτό, είναι ένας τομέας στον οποίο η κυβέρνηση στηρίζει πολλά πράγματα πάνω σε αυτό κομμάτι και μάλιστα έχει κάνει μια τεράστια υπερπροσπάθεια για να διευρύνει το συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο, καθώς αποτελεί σημαντική πηγή απασχόλησης για τους πορτογάλους πολίτες, οι οποίοι ομολογουμένως δεν τον βλέπουν και πολύ θετικά, διότι η χειρωνακτική εργασία στο ψάρεμα είναι αρκετά δύσκολη (κάπως παρόμοια βλέπουν και οι Έλληνες την αλιεία).
Τα αλιευτικά σκάφη που χρησιμοποιούνται από τους ψαράδες μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα με τις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνται. Υπάρχουν κάποια που δραστηριοποιούνται τοπικά, δηλαδή μερικές δεκάδες μίλια από τα παραθαλάσσια μέρη, ενώ υπάρχουν και μεγάλα σκάφη που ψαρεύουν σε βαθιά νερά και πολύ μακριά από τις ακτές της Πορτογαλίας.
Το 2004, τα τοπικά αλιευτικά σκάφη αντιπροσώπευαν το επιβλητικό 87% του συνόλου του αλιευτικού στόλου της Πορτογαλίας. Από το συνολικό βάρος των ψαριών που αλιεύονται σε τούτη τη χώρα, ο τοπικός στόλος αντιπροσωπεύει περίπου το 8% της ολικής χωρητικότητας νηολογίου (GRT). Αυτά τα μικρότερα σκάφη χρησιμοποιούν μεθόδους όπως αγκίστρια, δίχτυα, παγίδες και άλλες απλές μεθόδους ψαρέματος.
Φυσικά, το μικρότερο μέγεθος αυτών των σκαφών και οι σχετικά απλούστερες μέθοδοι ψαρέματος δεν οδηγούν σε μεγάλη παραγωγή, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν πηγή βιοπορισμού για πολλούς ανθρώπους. Αυτά τα μικρά σκάφη αλιεύουν ορισμένα είδη ψαριών που έχουν μεγάλη Εμπορική αξία, όπως Μπακαλιάρος, το Trisopterus luscus, το χταπόδι και άλλα είδη. Η εξαιρετικά αποτελεσματική μέθοδος ψαρέματος με γρι-γρι δίνει τη δυνατότητα στους ψαράδες να πιάνουν μεγάλο αριθμό σαρδελών, τα οποία θεωρούνται μία από τις πιο υγιεινές και φθηνές τροφές τροφές, που ομολογουμένως έχουν και τη μεγαλύτερη ζήτηση στην αγορά.
Ο παράκτιος αλιευτικός στόλος αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο 13% των θαλάσσιων σκαφών. Ωστόσο, παρά τον μικρό αριθμό αυτών των πλοίων, το μεγάλο μέγεθος τους και οι προηγμένες τεχνικές αλιείας σημαίνουν ότι αυτά τα σκάφη έχουν υψηλότερο GRT (93%) σε σύγκριση με τα μικρότερα σκάφη. Αυτά τα πλοία είναι ειδικά διαμορφωμένα και εξοπλισμένα για να επιχειρούν σε θάλασσες μακριά από την ακτή, πέρα από την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της χώρας, ακόμη και στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού, και επί της ουσίας έχουν την ικανότητα ψαρεύουν με ασφάλεια, πιάνοντας παράλληλα μεγαλύτερη ποσότητα ψαριών και θαλασσινών.
Οι μέθοδοι αλιείας που χρησιμοποιούνται από αυτά τα μεγαλύτερα σκάφη περιλαμβάνουν γρι-γρι, τράτα βυθού και τεχνικές πολλαπλών χρήσεων. Οι μηχανότρατες στοχεύουν είδη ψαριών της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας όπως το προσφυγάκι, τα καρκινοειδή (Crustacea), το σαφρίδιο και το χταπόδι. Μεταξύ των καρκινοειδών που ψαρεύονται είναι η κόκκινη γαρίδα, η γαρίδα βαθέων υδάτων και ο αστακός της Νορβηγίας.
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας, τα στοιχεία του 2018 δείχνουν ότι οι σαρδέλες αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο ποσοστό (37%) της συνολικής αλιείας κατά βάρος. Άλλα είδη που συμβάλλουν πολύ στο βάρος της ψαριάς είναι το σκουμπρί (9%) και το σαφρίδιο (8%). Τα μαλάκια αντιπροσώπευαν τη μεγαλύτερη συνεισφορά το 22% των συνολικών εκφορτώσεων και οι σαρδέλες το 13%.
Δασοκομία
Περίπου τα δύο πέμπτα της Πορτογαλίας καλύπτονται από δάση, ειδικά στις ορεινές περιοχές. Όντας η Πορτογαλία ένας από τους κύριους παραγωγούς δενδροκομικών προϊόντων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν γίνει έντονες προσπάθειες αναδάσωσης ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Αυτά τα δάση, που ανήκουν κυρίως σε ιδιώτες, βρίσκονται σε μέρη που δεν παράγουν κάποια σημαντική καλλιέργεια που να προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση και συνήθως είναι σε μέρη μέρη όπου η διάβρωση του εδάφους είναι σοβαρή.
Σήμερα, υπάρχουν αρκετά εργοστάσια και πολυεθνικές εταιρείες κατασκευής φελλού και χαρτιού που αγοράζουν τις πρώτες ύλες από την Πορτογαλία με θετικό πρόσημο να συμβάλλουν στο έπακρο στην επέκταση της οικονομίας της. Αυτοί οι τύποι εργοστασίων βρίσκονται σε μέρη όπως η Maia, το Setúbal και η Figueira da Foz. Μία από τις σημαντικότερες εξαγωγές που δίνει μεγάλη οικονομική ανάσα στην Πορτογαλία από τα δάση της είναι ο φελλός που λαμβάνεται από το εξωτερικό τμήμα του φλοιού της Δρυός. Μάλιστα, συγκαταλέγεται στους τους κορυφαίους παραγωγούς φελλού σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μερικά από τα σημαντικότερα δάση στην Πορτογαλία είναι το Δάσος Μπουσάκο (Mata Nacional do Buçaco) και ο Εθνικός Δρυμός Choupal, μεταξύ άλλων. Για παράδειγμα, το δάσος Μπουσάκο φιλοξενεί περισσότερα από 250 είδη δέντρων και θάμνων. Μερικά από τα είδη δέντρων περιλαμβάνουν το άφθονο μεξικάνικο κυπαρίσσι (γνωστό και ως κέδρος της Γκόα ή κέδρος Μπουσάκο), η βελανιδιά, τα θαλάσσια πεύκα και πολλά άλλα. Ο Εθνικός Δρυμός Χουπάλ φημίζεται για τις λεύκες, τις οξιές, τους ευκάλυπτους, τις πλατάνια και πολλά άλλα είδη δέντρων.
Γεωργία
Οι περισσότεροι από τους Πορτογάλους αγρότες ασκούν γεωργία μικρής και μεσαίας κλίμακας. Ωστόσο, υπάρχουν αγροτικές μονάδες μεγάλης κλίμακας, ειδικά αυτές που επικεντρώνονται περισσότερο στην εξαγωγή των προϊόντων τους. Λόγω του κλίματος και της τοπογραφίας της χώρας, μπορεί να καλλιεργηθεί μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Ανάμεσα σε αυτές τις καλλιέργειες είναι μεταξύ άλλων οι ελιές, τα εσπεριδοειδή, τα σύκα, οι μπανάνες, τα δημητριακά και ο ανανάς.
Μερικά από τα πιο ανταγωνιστικά προϊόντα προκύπτουν από την γεωργία είναι το κρασί, οι ντομάτες, τα επιτραπέζια σταφύλια, το βοδινό κρέας, τα φυλλώδη λαχανικά, οι ελιές και μερικά άλλα. Η παγκόσμια και εθνική ζήτηση για πορτογαλικά προϊόντα βελτιώνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1990, χάρη στις καλύτερες πρακτικές μάρκετινγκ που έχουν υιοθετήσει τόσο οι Πορτογαλικές κυβερνήσεις με το πέρασμα των ετών, όσο και ιδιωτικές εταιρείες που εμπορεύονται αυτά τα προϊόντα.
Η σημασία της γεωργίας για την οικονομία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το 2018, ο κλάδος συνεισέφερε περίπου το 2,3% του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της Πορτογαλίας. Ωστόσο, τα επίπεδα γεωργικής παραγωγής στην Πορτογαλία εξακολουθούν να είναι κάτω από τα μέσα επίπεδα που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο τομέας δεν έχει αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές του λόγω των χαμηλών επενδύσεων, των κατακερματισμένων μεθόδων κατοχής γης και των χαμηλών επιπέδων τεχνολογίας.
Άλλοι πόροι
Η χώρα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην αξιοποίηση των αιολικών και υδάτινων πόρων για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Στην πραγματικότητα, η Πορτογαλία είναι μεταξύ των παγκόσμιων ηγετών στην παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το 2018, το 52% της συνολικής ενέργειας προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές, ενώ το 2019 το ποσοστό αυξήθηκε στο 61,7%. Η υδροηλεκτρική και η αιολική ενέργεια αντιπροσώπευαν το 30,4% και το 24,1% αντίστοιχα, της συνολικής παραγόμενης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2019. Το 2021, όλες οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας καλύφθηκαν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τέσσερις συνεχόμενες ημέρες.
Η εξόρυξη ορυκτών πετρωμάτων είναι επίσης ένας άλλος τομέας που εξαρτάται από τους φυσικούς πόρους. Η εξόρυξη είναι μια δραστηριότητα που ασκείται από την προ-ρωμαϊκή εποχή, όταν η περιοχή ήταν γνωστή ως Lusitania. Κάποια στιγμή, η Πορτογαλία εξόρυξε και χρυσό. Σήμερα, η χώρα κατέχει ηγετική θέση στην εξόρυξη χαλκού, κασσίτερου, ουρανίου και βολφραμίου.