Η επίσημη ονομασία του Πακιστάν είναι Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν, και τύπικα θεωρείται μια οικονομικά αναπτυσσόμενη χώρα της Νότιας Ασίας, που δημιουργήθηκε στο δυτικό τμήμα της Ινδικής χερσονήσου με την απόσπαση ενός τμήματος από την Ινδία το 1947, κατά την αποχώρηση των Βρετανών από τη χώρα. Το Πακιστάν συνορεύει δυτικά με το Ιράν, δυτικά και βορειοδυτικά με το Αφγανιστάν, βορειοανατολικά με την Κίνα και ανατολικά με την Ινδία. Νότια βρέχεται από την Αραβική θάλασσα.
Η έκτασh του είναι 796.055 τετραγωνικά χιλιόμετρα (χωρίς το κατεχόμενο από το Πακιστάν δυτικό τμήμα του Κασμίρ. Εν ολίγοις συμπεριλαμβανομένου του δυτικού Κασμίρ η έκταση του Πακιστάν φτάνει τα 879.858 τ. χλμ.) και ο πληθυσμός του 207.774.520 κάτοικοι (εκτίμηση 2017), με πυκνότητα 167,8 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Πρωτεύουσα του Πακιστάν είναι το Ισλαμαμπάντ.
Γεωγραφία του Πακιστάν
Μορφολογία εδάφους
Το Πακιστάν καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της πεδιάδας των ποταμών Ινδού και Γάγγη, καθώς και τις οροσειρές που την ορίζουν προς τα δυτικά. Βόρειο όριο της χώρας αποτελούν οι οροσειρές των Ιμαλαΐων και του Καρακορούμ. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες γεωμορφολογικές περιοχές στο Πακιστάν, τη βόρεια ορεινή περιοχή, την πεδιάδα του Ινδού και τη δυτική ορεινή περιοχή.
Στο βόρειο τμήμα της χώρας αναπτύσσεται το δυτικό άκρο των οροσειρών των Ιμαλαΐων. Ψηλότερες κορυφές τους είναι η κορυφή Κ2 στην οροσειρά Καρακορούμ, με ύψος 8.611 μέτρων, που βρίσκεται στα σύνορα με την Κίνα και είναι η δεύτερη ψηλότερη κορυφή του πλανήτη μετά το Έβερεστ, η κορυφή Νάνγκα Παρμπάτ, με ύψος 8.126 μέτρων, η κορυφή Ντιστεγκόλ Σαρ, με ύψος 7.788 μέτρων, η κορυφή Μάσενμπρουμ, με ύψος 7.821 μέτρων, κ.α. Νότια από τα Ιμαλάια εκτείνεται ένα χαμηλό και μάλλον άνυδρο οροπέδιο ως την οροσειρά του Άλατος, πέρα από την οποία βρίσκεται η πεδιάδα του Ινδού ποταμού.
Το τμήμα της πεδιάδας του Ινδού που ανήκει στο Πακιστάν διακρίνεται στην πεδιάδα του Παντζάμπ, στα βόρεια, και στην πεδιάδα του Σιντ, στα νότια. Το δυτικό όριο της πεδιάδας του Ινδού σχηματίζεται από μερικές παράλληλες οροσειρές κατά μήκος της μεθορίου με το Αφγανιστάν, όπως η οροσειρά Τόμπα-Κάκαρ, η οροσειρά Σουλεϊμάν κ.ά., η ψηλότερη κορυφή των οποίων φτάνει σε ύψος 3.593 μέτρα.
Βόρεια των οροσειρών αυτών και νότια από την οροσειρά του Χίντου Κους, βρίσκεται η κοιλάδα του ποταμού Καμπούλ, και σχηματίζει τη γνωστή διάβαση Χάιμπερ που συνδέει το Πακιστάν με το Αφγανιστάν. Παρακλάδια των οροσειρών αυτών που υψώνονται στο κεντρικό τμήμα των συνόρων του Πακιστάν με το Αφγανιστάν, εκτείνονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του Πακιστάν σχηματίζοντας τις οροσειρές Κιρτάρ, Μακράν και άλλες, οι οποίες χωρίζουν το νότιο τμήμα της πεδιάδας του Ινδού από το άνυδρο και ερημικό οροπέδιο του Βελουχιστάν, που αναπτύσσεται στα νότια σύνορα του Αφγανιστάν με το Πακιστάν και στα σύνορα του Πακιστάν με το Ιράν. Νότια του οροπεδίου του Βελουχιστάν σχηματίζεται μια στενή παράκτια πεδινή ζώνη που εκτείνεται ως την Αραβική θάλασσα, ενώ στο νότιο τμήμα των συνόρων του Πακιστάν με την Ινδία εντοπίζεται η έρημος Ταρ.
Υδρογραφία
Κυριότερος ποταμός του Πακιστάν και καθοριστικός για τη ζωή της χώρας είναι ο Ινδός ποταμός. Ο Ινδός πηγάζει από τα Ιμαλάια στο Θιβέτ, ρέει βορειοδυτικά και εισέρχεται στο έδαφος του Κασμίρ, όπου διατρέχει τη στενή κοιλάδα ανάμεσα στην οροσειρά Καρακορούμ και τα Ιμαλάια, για να αλλάξει στη συνέχεια κατεύθυνση προς τα νότια – νοτιοδυτικά και να εκβάλει στην Αραβική θάλασσα, αφού διατρέξει ολόκληρο το Πακιστάν. Το συνολικό του μήκος είναι 2.897 χιλιόμετρα και η μέση ετήσια παροχή του στην Αραβική θάλασσα φτάνει τα 3.850 κυβικά μέτρα νερού ανά δευτερόλεπτο.
Στο βόρειο τμήμα της λεκάνης του ο Ινδός δέχεται τα νερά των ποταμών Καμπούλ και Σόαν. Το βορειοανατολικό τμήμα της πεδιάδας του, η πεδιάδα του Παντζάμπ, αρδεύεται από τα νερά των ποταμών Τζιλάμ και Μπίας, που ενώνονται σχηματίζοντας τον ποταμό Τσινάμπ, ο οποίος, αφού δεχτεί τα νερά του ποταμού Ράβι, παίρνει το όνομα Τζέλουμ. Ο ποταμός Τζέλουμ, μαζί με τον ποταμό Σάτλετζ, που πηγάζει στο Θιβέτ και έχει συνολικό μήκος 1.368 χιλιόμετρα, σχηματίζουν τον ποταμό Παντζάντ, που συμβάλλει στον Ινδό. Αφού δεχτεί τα νερά του Παντζάντ, ο Ινδός γίνεται πλωτός ως την Αραβική θάλασσα.
Κλίμα
Το Πακιστάν παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία κλιματολογικών συνθηκών, καθώς καλύπτει μεγάλο εύρος γεωγραφικού πλάτους και η γεωμορφολογία του εμφανίζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Στα πεδινά η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται τα καλοκαίρια μεταξύ 32° – 49°C στη διάρκεια της ημέρας και 11° – 17°C στη διάρκεια της νύχτας, ενώ η μέση θερμοκρασία του χειμώνα είναι περίπου 4°C. Αντιθέτως, στις παραθαλάσσιες περιοχές οι εποχιακές θερμομετρικές διαφορές είναι μικρότερες: στο Καράτσι η μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου είναι 16°C και αυτή του Ιουλίου 30°C. Στα δυτικά και βόρεια ορεινά η θερμοκρασία το χειμώνα πέφτει κάτω από τους 0°C.
Όσον αφορά τις βροχοπτώσεις, το Πακιστάν είναι μάλλον άνυδρη χώρα, παρά το ότι δέχεται την επίδραση των μουσώνων. Στα βόρεια το ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων κυμαίνεται μεταξύ 750 και 900 χιλιοστόμετρων, στην περιοχή του Παντζάμπ μειώνεται στα 510 χιλιοστόμετρα περίπου, ενώ στην παράκτια πεδινή ζώνη κυμαίνεται γύρω στα 190 – 240 χιλιοστόμετρα και στις ερημικές νοτιοανατολικές και νοτιοδυτικές περιοχές δεν ξεπερνά τα 120 – 130 χιλιοστόμετρα.
Χλωρίδα και πανίδα
Η έλλειψη βροχών δεν επιτρέπει την ανάπτυξη πλούσιας βλάστησης στο μεγαλύτερο μέρος του Πακιστάν, που καλύπτεται από στέπες και σαβάνες, όπου αναπτύσσονται ξηρόφυτα, θάμνοι και λιγοστά διάσπαρτα δέντρα. Τα δάση της χώρας, που καλύπτουν μόλις το 4,3% της συνολικής επιφάνειάς της, εντοπίζονται κυρίως στο Παντζάμπ, όπου το απαραίτητο νερό εξασφαλίζεται από τους πέντε ποταμούς που διατρέχουν την περιοχή. Στα ψηλότερα υψόμετρα του Καρακορούμ και των Ιμαλαΐων συναντιέται αλπική βλάστηση.
Η άγρια πανίδα του Πακιστάν περιλαμβάνει αρκούδες, αγριοκάτσικα, λεοπαρδάλεις και άλλα αιλουροειδή στη βόρεια ορεινή περιοχή της χώρας και γαζέλες, τίγρεις και ελέφαντες στις περιοχές της σαβάνας. Στις παραποτάμιες περιοχές του Ινδού, καθώς και στο δέλτα του ποταμού ζουν κροκόδειλοι και νεροπούλια ποικίλων ειδών, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα συναντιούνται αγριογούρουνα, αγριόγατες, αλεπούδες, άλλα μικρά θηλαστικά και μεγάλη ποικιλία ερπετών.
Η οικονομία του Πακιστάν
Το Πακιστάν είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα. Η οικονομία του βασίζεται κυρίως στον πρωτογενή τομέα, παρόλο που η βιομηχανία αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς. Παρά τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της χώρας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι οξύτατες πολιτικές διαμάχες, η πολιτική αστάθεια και η συνεχής αύξηση του πληθυσμού του Πακιστάν, συντελούν στη διατήρηση του μεγαλύτερου μέρους των κατοίκων σε κατάσταση φτώχειας.
Το ΑΕΠ της χώρας το 2001 έφτασε τα 299 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλή ΑΕΠ τα 2.100 δολάρια. Ο κρατικός προϋπολογισμός του οικονομικού έτους 2000 -01 αναλύονταν σε έσοδα 8,9 δισ. δολάρια και έξοδα 11,6 δισ. δολάρια, ενώ το εξωτερικό χρέος της χώρας το 2001 έφτανε τα 31,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο πληθωρισμός το ίδιο έτος ήταν 4%. Νομισματική μονάδα του Πακιστάν είναι η ρουπία (PKR), που υποδιαιρείται σε 100 πάισα. Η ισοτιμία της ρουπίας με το δολάριο ήταν τον Ιανουάριο του 2002, 60,71 πακιστανικές ρουπίες = 1 δολάριο ΗΠΑ.
Γεωργία Υλοτομία, Αλιεία, Κτηνοτροφία
Ο πρωτογενής τομέας παράγει το 26% του ΑΕΠ του Πακιστάν απασχολώντας το 44% των εργαζομένων της χώρας. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αντιστοιχούν στο 23% της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Η προσπάθεια των κυβερνήσεων του Πακιστάν να διατηρηθεί η αύξηση της σοδειάς των σιτηρών σε επίπεδα ανάλογα με την αύξηση του πληθυσμού, μέσα από μια σειρά αγροτικών μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού της γεωργικής παραγωγής, απέδωσε καρπούς και τώρα το Πακιστάν όχι μόνο είναι αύταρκες σε σιτάρι και άλλα γεωργικά προϊόντα, αλλά προβαίνει και σε εξαγωγές.
Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η οργάνωση της γεωργικής παραγωγής στο Πακιστάν πολύ απέχει από το να μπορεί να θεωρηθεί σύγχρονη και ικανοποιητική. Άλλα κύρια γεωργικά προϊόντα, εκτός από το σιτάρι, είναι το ρύζι, το βαμβάκι, το ζαχαροκάλαμο, το καλαμπόκι, ο καπνός, οι πατάτες και διάφορα φρούτα και λαχανικά.
Η κτηνοτροφική παραγωγή του Πακιστάν είναι εξίσου σημαντική. Το 6,3% της έκτασης της χώρας έχει αποδοθεί σε κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Στη χώρα εκτρέφονται κατσίκες, πρόβατα, αγελάδες, βουβάλια και πουλερικά. Εκτός από το κρέας, τα αβγά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα δέρματα, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η παραγωγή μαλλιού για την αξιόλογη ταπητουργία της χώρας.
Η αλιεία, τόσο η θαλάσσια όσο και η ποτάμια, αποτελεί σημαντικότατο κλάδο του πρωτογενούς τομέα του Πακιστάν, αν και δε γίνεται εντατική εκμετάλλευση των αλιευτικών δυνατοτήτων της χώρας. Τα αλιεύματα περιλαμβάνουν σαρδέλες, γαρίδες κ.ά.
Περίπου το 4% της επιφάνειας του Πακιστάν καλύπτεται από δάση, τα οποία αποδίδουν μεγάλες ποσότητες ξυλείας, που χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμη ύλη.
Ορυκτός πλούτος
Ο ευρύτερος δευτερογενής τομέας συμμετέχει κατά 24% στο σχηματισμό του ΑΕΠ της χώρας και απασχολεί το 17% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Στο υπέδαφος του Πακιστάν έχουν εντοπιστεί κοιτάσματα ορυκτού αλατιού, γαιανθράκων, σιδηρομεταλλευμάτων, γύψου, ασβεστόλιθου, βωξίτη, χρωμίτη, ουρανίου, χαλκού, γραφίτη, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα αποθέματα αργού πετρελαίου της χώρας υπολογίζονταν περίπου σε 203 εκατομμύρια βαρέλια. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της χώρας δεν είναι όσο εντατική θα μπορούσε να είναι.
Βιομηχανία
Οι κυριότεροι κλάδοι της βιομηχανίας του Πακιστάν είναι αυτοί της επεξεργασίας τροφίμων και της υφαντουργίας, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν μεγάλη ανάπτυξη και μερικοί κλάδοι της βαριάς βιομηχανίας. Στη χώρα λειτουργούν μονάδες κονσερβοποιίας, ζάχαρης, βυρσοδεψίας, υφαντουργίας, ενδυμάτων, προϊόντων χαρτιού, καπνού, παραγωγής χημικών προϊόντων, μεταλλουργίας, συναρμολόγησης αυτοκινήτων και διύλισης πετρελαίου.
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας του Πακιστάν έφτασε το 2000 τα 62,68 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες. Στο Πακιστάν βρίσκεται σε λειτουργία ένας πυρηνικός αντιδραστήρας που το 2000 παρήγαγε το 1% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Ένας ακόμα πυρηνικός αντιδραστήρας είναι υπό κατασκευή.
Εμπόριο
Ο τριτογενής τομέας του Πακιστάν παράγει το 50% του ΑΕΠ της χώρας και απασχολεί το 39% των εργαζομένων της χώρας. Το εμπορικό ισοζύγιο του Πακιστάν είναι παθητικό. Το 2001 πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές προϊόντων αξίας 8,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ και εισαγωγές αξίας 9,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Χώρες προορισμού των εξαγωγών ήταν οι ΗΠΑ (24,8%), η Μεγάλη Βρετανία (6,5%), η Ιαπωνία (8%), η Γερμανία (5,6%), το Χονγκ Κονγκ, κ.ά. Χώρες προέλευσης των εισαγωγών ήταν το Κουβέιτ (11,7%), η Σαουδική Αραβία (10,5%), οι ΗΠΑ (6%), η Γερμανία, η Κίνα, η Μεγάλη Βρετανία κ.ά.
Το Πακιστάν εισάγει πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου, αυτοκίνητα και άλλα μηχανήματα, χημικά προϊόντα, ηλεκτρικές συσκευές και άλλα προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας, ενώ εξάγει βαμβάκι, τόσο ως νήμα όσο και ως πρώτη ύλη, ρύζι, αλιεύματα, υφάσματα, ενδύματα, δέρματα και δερμάτινα είδη, τάπητες και άλλα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα ή του μεταποιητικού κλάδου της βιομηχανίας.
Μεταφορές και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο
Το Πακιστάν διαθέτει οδικό δίκτυο μήκους 247.811 χιλιομέτρων, περισσότερο από το μισό των οποίων είναι ασφαλτοστρωμένο. Σε γενικές γραμμές πάντως το οδικό δίκτυο της χώρας δε δέχεται την κατάλληλη συντήρηση, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μάλλον κακή κατάσταση. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει οδική πρόσβαση σε αρκετές αγροτικές περιοχές της υπαίθρου του Πακιστάν.
Ο κυριότερος αυτοκινητόδρομος της χώρας είναι αυτός που συνδέει το Καράτσι με το Πεσαβάρ, στην κοιλάδα του ποταμού Καμπούλ, διερχόμενος από τη Λαχόρη.
Σύμφωνα με τη βρετανική παράδοση, οι Πακιστανοί οδηγούν στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας έχει μήκος 8.163 χιλιόμετρα (2001). Οι αεροπορικές μεταφορές και συγκοινωνίες πραγματοποιούνται μέσω των 87 αεροδρομίων που διαθέτει το Πακιστάν, μεγαλύτερα από τα οποία είναι αυτά του Καράτσι, της Λαχόρης, του Ραβαλπίντι και του Πεσαβάρ. Σημαντικότερο από τα λιμάνια της χώρας είναι το λιμάνι του Καράτσι.
Το δίκτυο επικοινωνιών του Πακιστάν δεν είναι αναπτυγμένο σε ικανοποιητικό βαθμό. Αναλογεί 1 τηλεόραση για 47,6 κατοίκους, 1 ραδιόφωνο για 10,9 κατοίκους και 1 τηλέφωνο για 51,61 κατοίκους.
Τουρισμός
Σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος αποτελούν και τα εμβάσματα των Πακιστανών που εργάζονται σε χώρες του εξωτερικού.
Οι κάτοικοι του Πακιστάν
Δημογραφικά στοιχεία
Η δημογραφική φυσιογνωμία του Πακιστάν είναι χαρακτηριστική των τριτοκοσμικών χωρών. Το Πακιστάν έχει 147.663.429 κατοίκους (εκτίμηση 2002), με πυκνότητα 167,8 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Περισσότερο πυκνοκατοικημένο είναι το βορειοανατολικό τμήμα της πεδιάδας του Ινδού, ενώ οι πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της χώρας είναι η βόρεια ορεινή περιοχή και το Βελουχιστάν. Το 32,4% του πληθυσμού του Πακιστάν είναι συγκεντρωμένο σε αστικά κέντρα, ενώ το 67,6% μένει σε αγροτικές περιοχές. Το ποσοστό γεννήσεων είναι πολύ μεγάλο και ο ετήσιος ρυθμός δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας είναι ταχύτατος.
Το ετήσιο ποσοστό γεννητικότητας είναι 3,04% και το αντίστοιχο ποσοστό θανάτων 0,9%. ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού φτάνει το 2,06% (2002). Πρέπει να σημειωθεί ότι τα μεγέθη αυτά είναι ήδη μειωμένα σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες: στο διάστημα 1980 – 1992 ο ετήσιος ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης ήταν 3,1%. Ο μέσος όρος ζωής των κατοίκων του Πακιστάν είναι μικρός, 60,96 χρόνια για τους άντρες και 62,73 για τις γυναίκες (2002). Όσον αφορά την ηλικιακή κατανομή, το 39,9% του πληθυσμού της χώρας είναι ηλικίας 0-14 χρονών, το 56% ηλικίας 15-64 χρονών και το 4,1% ηλικίας 65 χρονών και άνω (2002).
Σύνθεση πληθυσμού
Ο πληθυσμός του Πακιστάν αποτελείται από ένα μείγμα λαών που στο πέρασμα του χρόνου μετακινήθηκαν στα εδάφη της Ινδικής χερσονήσου. Περίπου το 65% των κατοίκων της χώρας ανήκει στην εθνότητα Παντζάμπι, το 13% είναι Σίντι, το 8% Παθάν, το 2,5% Βελούχοι κλπ. Από το 1947, που ιδρύθηκε το Πακιστάν, η πακιστανική εθνική συνείδηση οικοδομείται πάνω στην αντιπαλότητα με την Ινδία και στη θρησκευτική διάκριση των μουσουλμάνων Πακιστανών με τους ινδουιστές Ινδούς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στο Αφγανιστάν, γύρω στα τρία εκατομμύρια Αφγανών προσφύγων βρήκαν καταφύγιο στο Πακιστάν.
Οι Αφγανοί πρόσφυγες που ζουν σήμερα στο Πακιστάν υπολογίζονται σε ένα εκατομμύριο περίπου. Μεγάλος είναι και ο αριθμός των Πακιστανών που έχουν μεταναστεύσει σε χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Θρησκεία
Το 97% των κατοίκων του Πακιστάν είναι μουσουλμάνοι, το 77% σουνίτες και το 20% σιίτες. Το υπόλοιπο 3% των κατοίκων της χώρας είναι ινδουιστές και χριστιανοί. Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται στο Πακιστάν, που παρά τον τίτλο του, της “Ισλαμικής Δημοκρατίας”, είναι ένα κοσμικό κράτος.
Γλώσσα
Επίσημη γλώσσα του Πακιστάν είναι η ουρντού, μία από τις διαλέκτους που χρησιμοποιούνται στη χώρα, η οποία μάλιστα αποτελεί τη μητρική γλώσσα μόλις του 7% του συνολικού πληθυσμού. Άλλες διάλεκτοι που χρησιμοποιούνται ευρέως είναι η παντζάμπι, η σίντι κ.ά. Ευρύτατη είναι και η χρήση της αγγλικής γλώσσας, που πολλές φορές, αν και με ελαττούμενη συχνότητα, χρησιμοποιείται και από τη δημόσια διοίκηση.
Πολιτειακή και κοινωνική οργάνωση
Πολίτευμα – συνταγματικοί θεσμοί
Πολίτευμα του Πακιστάν είναι η προεδρευόμενη ομοσπονδιακή δημοκρατία, σύμφωνα με το Σύνταγμα της 10ης Απριλίου 1973, όπως αυτό τροποποιήθηκε κατά την επαναφορά του στις 30 Δεκεμβρίου 1985. Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, που εκλέγεται για πενταετή θητεία από ειδικό σώμα εκλεκτόρων και πρέπει να είναι μουσουλμάνος. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, ενώ φορείς της νομοθετικής εξουσίας είναι η Εθνική Συνέλευση και η Γερουσία.
Η Εθνική Συνέλευση έχει 217 μέλη που εκλέγονται με άμεσες εκλογές κάθε 5 χρόνια. Δέκα από τα μέλη της Συνέλευσης πρέπει να είναι αλλόθρησκοι, σύμφωνα με μια διάταξη του Συντάγματος που σκοπό έχει να διασφαλίσει την πολιτική εκπροσώπηση των μειονοτήτων. Η Γερουσία αποτελείται από 87 μέλη εξαετούς θητείας. Κάθε δύο χρόνια ανανεώνεται με εκλογές το 1/3 του σώματος. Δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι πολίτες του Πακιστάν, ηλικίας 21 χρονών και άνω. Παράλληλα με τα πολιτικά δικαστήρια και το Ανώτατο δικαστήριο της χώρας, λειτουργούν στο Πακιστάν και θρησκευτικά δικαστήρια και Ανώτατο δικαστήριο ισλαμικού νόμου.
Υγεία – Πρόνοια
Το επίπεδο της δημόσιας υγείας του Πακιστάν είναι χαμηλό και οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας ελλιπείς. Οι νοσηλευτικές μονάδες είναι συγκεντρωμένες στα αστικά κέντρα και υπάρχει γενική έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, καθώς και έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές.
Ανεπαρκείς είναι και οι κοινωνικές παροχές του κράτους, όπως και η διατροφή του πληθυσμού της χώρας (η μέση κατά κεφαλή ημερήσια κατανάλωση θερμίδων είναι 2.475 θερμίδες, δηλαδή το 107% του ελάχιστου ορίου που έχουν θεσπίσει οι υπηρεσίες του ΟΗΕ).
Εκπαίδευση
Το ποσοστό αναλφαβητισμού του Πακιστάν φτάνει στο 62%, ποσοστό που δηλώνει και την ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Υπάρχει βέβαια διαρκής προσπάθεια της κυβέρνησης για αύξηση του αριθμού των σχολείων στις αγροτικές περιοχές, αλλά περίπου το 60% των παιδιών σχετικής ηλικίας δεν εγγράφονται στα σχολεία της πρώτης εκπαιδευτικής βαθμίδας, παρόλο που η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι δωρεάν. Ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από τα 22 πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, αρχαιότερο από τα οποία είναι το πανεπιστήμιο του Παντζάμπ, που ιδρύθηκε το 1882.
Ένοπλες δυνάμεις
Το Πακιστάν διαθέτει έναν από τους ισχυρότερους στρατούς της Ασίας. Μάλιστα, εικάζεται ότι διαθέτει και πυρηνικό οπλοστάσιο. Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας διαθέτουν εν ενεργεία δυναμικό 1.657.724 ανδρών. Το 2001 οι αμυντικές δαπάνες της χώρας έφτασαν τα 2.545,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (ποσοστό 4,6% του Α.Ε.Π.).
Διοικητική διαίρεση
Επαρχίες – Περιφέρειες
Το Πακιστάν διαιρείται διοικητικά σε τέσσερις επαρχίες, τη διοικητική περιφέρεια της πρωτεύουσας, την ομοσπονδιακή περιοχή των φυλών, που έχει ειδικό διοικητικό καθεστώς, και την περιοχή του δυτικού Κασμίρ, που βρίσκεται υπό πακιστανική κατοχή.
Πρωτεύουσα – Πόλεις
Πρωτεύουσα του Πακιστάν από το 1967 είναι το Ισλαμαμπάντ, στο βόρειο τμήμα της χώρας, μια σύγχρονη πόλη που χτίστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και έχει πληθυσμό 559.000 κατοίκων. Μεγαλύτερη πόλη της χώρας είναι το Καράτσι, που ήταν πρωτεύουσα ως το 1959 και έχει πληθυσμό, μαζί με τα προάστιά του, 9.863.000. Βρίσκεται στο δέλτα του Ινδού ποταμού, στις ακτές της Αραβικής θάλασσας και αποτελεί σημαντικό βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο του Πακιστάν, καθώς και το μεγαλύτερο λιμάνι του. Προσωρινή πρωτεύουσα της χώρας, από το 1959 ως το 1967, υπήρξε το Ραβαλπίντι, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα νότια του Ισλαμαμπάντ.
Έχει 1.290.000 κατοίκους και είναι μεγάλο βιομηχανικό και στρατιωτικό κέντρο. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι η Λαχόρη, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, με 5.085.000, το μεγαλύτερο τραπεζικό κέντρο του Πακιστάν, η Φαϊσαλαμπάντ, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος και βιομηχανικό κέντρο με 1.875.000 κατοίκους, το Χαϊντεραμπάντ στον κάτω ρου του Ινδού, με 1.107.000 κατοίκους, το Πεσαβάρ, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, έξω από τη διάβαση Χάιμπερ, με 1.676.000 κατοίκους, το Μουλτάν, εμπορικό κέντρο στο Παντζάμπ, ανατολικά του ποταμού Τζέλουμ, με 1.257.000 κατοίκους, η Γκουτζρανβάλα, λίγο βορειότερα της Λαχόρης, με 1.663.000 κατοίκους, η Σιάλκοτ, βορειοανατολικά της Γκουτζρανβάλα, με 310.000 κατοίκους, η Κουέτα, στο Βελουχιστάν, με 295.000 κατοίκους και άλλες.
Ο πολιτισμός του Πακιστάν
Ο πολιτισμός του Πακιστάν αποτελεί μια σύζευξη ισλαμικών και ινδουιστικών στοιχείων, που προέκυψε από την κυριαρχία ισλαμικών αρχών σε ινδικό πολιτιστικό και φυλετικό χώρο. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας, η χαμηλή κοινωνική θέση της γυναίκας κλπ. Βέβαια η αγγλική διακυβέρνηση της χώρας και ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους του Πακιστάν έχει επιτρέψει την υιοθέτηση δυτικών πολιτιστικών στοιχείων και του δυτικού τρόπου ζωής από τις ανώτερες αστικές τάξεις της χώρας. Ο παλαιότερος γνωστός πολιτισμός που άκμασε στην περιοχή του Πακιστάν είναι ο λεγόμενος “πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού” (5000 – 1700 π.Χ.), ενώ σε ολόκληρη τη χώρα έχουν εντοπιστεί αρκετές θέσεις της εποχής του χαλκού.
Αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε στην περιοχή που καλύπτει το σημερινό Πακιστάν και κατά τα ελληνιστικά χρόνια άκμασαν στην περιοχή ελληνιστικά βασίλεια. Βαθύτερη όμως και πιο σημαντική από όλες είναι η πολιτιστική επίδραση του ισλαμισμού, που εξαπλώθηκε στη χώρα κατά το 10ο αιώνα μ.Χ. Αργότερα η αγγλική πολιτιστική επίδραση βρήκε αποδέκτες κυρίως στις ανώτερες αστικές τάξεις χωρίς να κατορθώσει να αλλοιώσει την ευρύτερη πολιτιστική φυσιογνωμία της χώρας. Από τις τέχνες ιδιαίτερη είναι η καλλιέργεια και η παράδοση της λογοτεχνίας, παρά άλλων τεχνών, όπως η μουσική ή οι εικαστικές τέχνες.
Εθνικές Γιορτές
Οι εθνικές γιορτές του Πακιστάν περιλαμβάνουν την επέτειο της Ανεξαρτησίας, που γιορτάζεται στις 14 Αυγούστου, την Ημέρα της Άμυνας του Πακιστάν, που γιορτάζεται στις 6 Σεπτεμβρίου, την Ημέρα του Πακιστάν, στις 23 Μαρτίου, την επέτειο του θανάτου του θεμελιωτή του πακιστανικού κράτους, Μοχάμεντ Άλι Τζίνα, στις 11 Σεπτεμβρίου, και τη μουσουλμανική γιορτή του Ραμαζανιού.
Η ιστορία του Πακιστάν
Η δημιουργία του Πακιστάν
Η ιστορία του Πακιστάν πριν από τον 20ό αιώνα ταυτίζεται με την ιστορία της Ινδίας, καθώς το κράτος του Πακιστάν ιδρύθηκε μόλις το 1947. Η Μεγάλη Βρετανία είχε υπό τον έλεγχό της ολόκληρη την Ινδική χερσόνησο από το 1756. Από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να αναπτύσσονται τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας. Οι μουσουλμάνοι της Ινδίας, θέλοντας να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους ως μειονότητας μέσα στην ινδουιστική Ινδία, ίδρυσαν τον Πανινδικό Μουσουλμανικό Σύνδεσμο το 1906.
Όταν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η πρόθεση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ινδία έγινε πλέον σαφής, οι μουσουλμάνοι αντιλήφθηκαν ότι στα πλαίσια μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα υποτάσσονταν στη βούληση της ινδουιστικής πλειοψηφίας της χώρας, κι έτσι, από το 1940, ο Μουσουλμανικός Σύνδεσμος, με ηγέτη τον Μοχάμεντ Άλι Τζίνα, υιοθέτησε το αίτημα της δημιουργίας ανεξάρτητου μουσουλμανικού κράτους, σε περίπτωση βρετανικής αποχώρησης από την Ινδία. Οι ινδουιστές, αλλά και οι Βρετανοί, στάθηκαν αντίθετοι στην ιδέα της διάσπασης της πολιτικής και οικονομικής ενότητας της Ινδικής χερσονήσου, όμως η αδιάλλακτη και αποφασιστική στάση του Τζίνα οδήγησε στη δημιουργία του κράτους του Πακιστάν.
Με την αποχώρηση των Βρετανών το 1947, δημιουργήθηκαν δύο κράτη, η Ινδία, στην οποία εντάχθηκαν οι περιοχές όπου υπερτερούσαν οι ινδουιστές, και το Πακιστάν, όπου εντάχθηκαν οι κυρίως μουσουλμανικές περιοχές. Οι μουσουλμανικές περιοχές όμως βρίσκονταν στο δυτικό και το ανατολικό άκρο της Ινδίας κι έτσι το Πακιστάν αποτελούνταν από δύο τμήματα: το δυτικό Πακιστάν (σημερινό Πακιστάν) και το ανατολικό Πακιστάν (σημερινό Μπαγκλαντές), τα οποία χωρίζονταν από 1.600 χιλιόμετρα ινδικού εδάφους.
Τα πρώτα χρόνια του Πακιστάν
Πρώτος γενικός κυβερνήτης του Πακιστάν ανέλαβε ο Μοχάμεντ Άλι Τζίνα και πρώτος πρωθυπουργός ο Λιακουάτ Αλί Χαν. Το χωρισμό του Πακιστάν από την Ινδία ακολούθησε ένα μεγάλο κύμα μετακινήσεων των μουσουλμάνων της Ινδίας προς το Πακιστάν και των ινδουιστών του Πακιστάν προς την Ινδία, που συνοδεύτηκε από μεγάλης κλίμακας σφαγές, οι οποίες επέτειναν την εχθρότητα ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Τρία από τα κρατίδια της βρετανικής Ινδίας, το Ιντεραμπάντ, το Τζουναγκάντ και το Κασμίρ, δεν επέλεξαν να ενωθούν με την Ινδία ή με το Πακιστάν.
Η Ινδία προσάρτησε βίαια το 1947 και το 1948 τα κρατίδια του Ιντεραμπάντ και του Τζουναγκάντ, στα οποία ζούσε πλειοψηφία ινδουιστών που κυβερνούνταν από μουσουλμάνο πρίγκιπα. Στη συνέχεια, όταν ο ινδουιστής πρίγκιπας του Κασμίρ, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι, αποφάσισε να ενωθεί με την Ινδία, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν. Το 1949 έγινε δυνατή μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, με την Ινδία να έχει καταλάβει τα δύο τρίτα περίπου του κρατιδίου. Από τότε το Κασμίρ παραμένει μια συνεχής πηγή εντάσεων ανάμεσα στα δύο κράτη.
Τα πρώτα χρόνια του Πακιστάν ήταν βυθισμένα στο χάος. Οι περισσότερες πλουτοπαραγωγικές υποδομές που είχαν δημιουργήσει οι Βρετανοί βρίσκονταν στα εδάφη της Ινδίας, η παραγωγική διαδικασία είχε ανατραπεί με το χωρισμό της Ινδικής χερσονήσου σε δύο εχθρικά κράτη και οι μαζικές μεταναστεύσεις με τις ταραχές που τις συνόδευσαν και αργότερα ο πόλεμος στο Κασμίρ, δημιουργούσαν συνθήκες απαγορευτικές για τη δρομολόγηση λύσεων στα προβλήματα του νεότευκτου κράτους.
Ο Τζίνα πέθανε το 1948 και ο Λιακουάτ Αλί Χαν, που τον διαδέχτηκε, δολοφονήθηκε το 1951. Στα χρόνια που ακολούθησαν συνεχίστηκε η πολιτική αστάθεια. Το 1956 εγκρίθηκε Σύνταγμα που κήρυσσε την Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν. Τον Οκτώβριο του 1958 ο πρόεδρος Ισκαντέρ Μιζρά κήρυξε στη χώρα στρατιωτικό νόμο, απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, κατάργησε το Σύνταγμα και παρέδωσε την εξουσία στο στρατηγό Μοχάμαντ Αγιούμπ Χαν, διοικητή των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.
Ο Αγιούμπ εξανάγκασε τον Μιζρά σε παραίτηση και ανέλαβε ο ίδιος την προεδρία του Πακιστάν. Ο στρατιωτικός νόμος έμεινε σε ισχύ για 3,5 χρόνια, όμως ο Αγιούμπ κυβέρνησε τη χώρα ως το 1969. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του έκανε σημαντικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού της δημόσιας ζωής του Πακιστάν, σημαντικότερη από τις οποίες υπήρξαν οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις του, που στόχευαν στην ανατροπή των φεουδαρχικών δομών της αγροτικής παραγωγής της χώρας. Το 1965 σημειώθηκε ένοπλη σύγκρουση με την Ινδία για το κρατίδιο του Κασμίρ.
Ο Αγιούμπ αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1969. Διάδοχός του ορίστηκε ο Αγά Μουχάμαντ Γιαχία Χαν, ο οποίος καθιέρωσε το πολίτευμα της Ομοσπονδιακής Ισλαμικής Δημοκρατίας και οδήγησε τη χώρα σε εκλογές τον Δεκέμβριο του 1970. Οι εκλογές αυτές υπήρξαν η αφορμή να αναδειχτούν οι διαφορές που υπήρχαν και οι εντάσεις που υπέβοσκαν από την ίδρυση του κράτους, ανάμεσα στο Δυτικό και το Ανατολικό Πακιστάν.
Ο Σεΐχ Μουτζίμπ, ηγέτης του κυριότερου πολιτικού σχηματισμού του Ανατολικού Πακιστάν, που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των εδρών της νέας Βουλής, ζήτησε την πλήρη ανεξαρτησία του Ανατολικού Πακιστάν, εκτός από τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, που σύμφωνα με την πρότασή του θα καθοριζόταν από κοινού για τα δύο τμήματα της χώρας. Η αναμενόμενη αντίδραση του Γιαχία οδήγησε στην κλιμάκωση των εχθρικών ενεργειών εκ μέρους των δύο τμημάτων του Πακιστάν, οι οποίες κατέληξαν στην αποστολή κυβερνητικών στρατευμάτων από το Δυτικό στο Ανατολικό Πακιστάν και στην έκρηξη εμφύλιου πολέμου το 1971.
Μετά από την ένοπλη επέμβαση της Ινδίας τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, το Ανατολικό Πακιστάν ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Μπαγκλαντές τον Ιανουάριο του 1972. Ο πρόεδρος Γιαχία παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ατυχούς κατάληξης του πολέμου και μόνη ηγετική φιγούρα στο πολιτικό προσκήνιο του Πακιστάν έμεινε ο Αλί Μπούτο. Ο Μπούτο ακολούθησε πολιτική “ισλαμικού σοσιαλισμού” και διακυβέρνησε τη χώρα με αυταρχικό τρόπο. Εθνικοποίησε τις ζωτικής σημασίας βιομηχανίες και εφάρμοσε αγροτικές μεταρρυθμίσεις που ευνόησαν τους ακτήμονες αγρότες και τους μικροκαλλιεργητές.
Το 1973 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα και ο Μπούτο έγινε πρωθυπουργός του Πακιστάν. Στις εκλογές του 1977 η αντιπολίτευση κατηγόρησε τον Μπούτο για εκτεταμένη νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος. Απαντώντας στις βίαιες ταραχές που ακολούθησαν, ο Μπούτο επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη χώρα. Ο στρατηγός Μαχάμαντ Ζία ουλ Χακ εκμεταλλεύτηκε τα γεγονότα και ανέλαβε την εξουσία. Εξουδετέρωσε τον Μπούτο, μεθοδεύοντας την καταδίκη του σε θάνατο για απόπειρα δολοφονίας και τον Σεπτέμβριο του 1977 ανακηρύχθηκε πρόεδρος του Πακιστάν.
Το 1979 ο Μπούτο εκτελέστηκε διαπαγχονισμού. Ο Ζία ουλ Χακ επέβαλε στο Πακιστάν ποινικό δίκαιο βασισμένο στον ισλαμικό νόμο, απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, ανέβαλε επ αόριστον τη διενέργεια εκλογών και φίμωσε τον Τύπο.
Στο εξωτερικό άσκησε φιλοδυτική πολιτική, με επίκεντρο τη στάση του απέναντι στη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, λόγω της οποίας περίπου 3 εκατομμύρια Αφγανοί πρόσφυγες κατέφυγαν στο Πακιστάν. Τον Φεβρουάριο του 1985 διενεργήθηκαν βουλευτικές και επαρχιακές εκλογές. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο πρόεδρος Ζία ουλ Χακ επανέφερε τροποποιημένο το Σύνταγμα του 1973 και κήρυξε τη λήξη του στρατιωτικού νόμου. Το 1988 διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και τα επαρχιακά κοινοβούλια και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Ο Ζία ουλ Χακ σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα τον Αύγουστο του 1988.
Την προεδρία ανέλαβε προσωρινά ο πρόεδρος της Γερουσίας Γκουλάμ Ισάκ Χαν. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από πολλά χρόνια, το κόμμα του Πακιστανικού Λαού, του Μπούτο, υπό την ηγεσία της Μπεναζίρ Μπούτο, κόρης του Αλί Μπούτο, αναδείχτηκε νικητής και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού. Στα τέλη του χρόνου ο Ισάκ Χαν εκλέχτηκε πρόεδρος του Πακιστάν.
Ο Ισάκ Χαν έπαυσε την πρωθυπουργό Μπεναζίρ Μπούτο τον Αύγουστο του 1990, με την κατηγορία της διαφθοράς. Οι κατηγορίες εναντίον της κατέρρευσαν, αλλά η Μπούτο ηττήθηκε στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1990, οι οποίες ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Ναβάζ Σαρίφ, του κόμματος της Ισλαμικής Δημοκρατικής Συμμαχίας. Ο Σαρίφ ήρθε σε σύγκρουση με τον Ισάκ Χαν, που προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον αποπέμψει το 1993.
Αντιδρώντας στο πολιτικό αδιέξοδο της συνεχούς αλληλοϋπονόμευσης προέδρου και πρωθυπουργού, οι στρατιωτικοί πίεσαν και τους δύο άνδρες να παραιτηθούν. Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 η Μπούτο κέρδισε και πάλι την πρωθυπουργία και τον επόμενο μήνα ο Φαρούκ Λεγκάρι, ο υποψήφιος που υποστήριξε το κόμμα της, εκλέχτηκε πρόεδρος της χώρας. Βίαιες ταραχές, υποκινούμενες από την αντιπολίτευση, με επίκεντρο το Καράτσι συντάραξαν τη χώρα το 1995 και το 1996.
Τον Σεπτέμβριο του 1996 ο αδελφός της Μπεναζίρ, Μουρτάζα Μπούτο, από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης εναντίον της, δολοφονήθηκε με έξι οπαδούς του κατά τη διάρκεια επιχείρησης της αστυνομίας για τη σύλληψή του. Το συμβάν έδωσε το έναυσμα για νέο γύρο βίαιων ταραχών και στις 5 Νοεμβρίου 1996 ο πρόεδρος Φαρούκ Λεγκάρι απομάκρυνε την Μπούτο από την πρωθυπουργία για δεύτερη φορά, με κατηγορίες διαφθοράς και πάλι, που αφορούσαν αυτήν αλλά κυρίως το σύζυγό της. Καθήκοντα πρωθυπουργού ανέλαβε προσωρινά ο Μαλίκ Λεράτζ Χαλίντ.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1997 πρωθυπουργός εκλέχτηκε ο ισλαμιστής Ναβάζ Σαρίφ. Η κρατική υπηρεσία ερευνών του Πακιστάν, που είχε αρχίσει από το 1993 έρευνες για το αν στοιχειοθετείται ή όχι η κατηγορία της διαφθοράς εναντίον του Σαρίφ, έφερε το 1998 νέα στοιχεία στη δημοσιότητα, προσθέτοντας ένα ακόμη σκάνδαλο στην ταραχώδη και ασταθή πολιτική σκηνή του Πακιστάν.
Τον Σεπτέμβριο του 1998 ο Σαρίφ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αντικαταστήσει το σύνταγμα της χώρας, με τη “σαρία”, τον ισλαμικό νόμο. Η απόφαση αυτή κατά την αντιπολίτευση υπαγορεύτηκε από την πίεση των ακραίων ισλαμιστών, αλλά και από την προσπάθεια του ίδιου του Σαρίφ να συγκαλύψει τα σκάνδαλα της διακυβέρνησής του.
Στο μεταξύ ο ψυχρός πόλεμος και ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός με την Ινδία συνεχίζεται, με αποκορύφωμα τις διαδοχικές πυρηνικές δομικές των δύο χωρών το 1998, που ξεσήκωσαν θύελλα διεθνών διαμαρτυριών και επικρίσεων.
Τον Αύγουστο του 1998 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των πρωθυπουργών της Ινδίας, Ατάλ Μπεχαρί Βαζπάγιε, και του Πακιστάν, Ναβάζ Σαρίφ, στη Σρι Λάνκα, στο περιθώριο της νοτιοασιατικής συνόδου κορυφής, η αποτυχία των συνομιλιών όμως στάθηκε αφορμή για την εκδήλωση συνοριακών επεισοδίων μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών στην περιοχή του Κασμίρ τον Αύγουστο του 1998. Υπολογίστηκε ότι στα επεισόδια αυτά έχασαν τη ζωή τους πάνω από 46 άτομα, από τα οποία τουλάχιστον τα μισά ήταν πολίτες.
Τον Απρίλιο του 1999 το Πακιστάν προέβη σε δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων Σαχίν, σε απάντηση για τη δοκιμή δύο πυραύλων Άγκνι 2 από την Ινδία.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Στις 12 Οκτωβρίου 1999 ο στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ έκανε πραξικόπημα και ανέβηκε στην εξουσία.