Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη όταν συνειδητοποίησα ότι, μέρες μετά το προηγούμενο άρθρο μου που αφορούσε τον μεγάλο Έλληνα μουσικοσυνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής Ιάννη Ξενάκη, πολλοί μαθητές μου και γνωστοί μου με ρώτησαν τι βιβλίο να διαβάσουν ή ακόμα και ποιόν δίσκο θα τους πρότεινα να ακούσουν στο παρθενικό ταξίδι τους στον περίεργο μουσικό κόσμο που έπλασε ο συνθέτης αυτός, που αποφάσισα να μην πρωτοτυπήσω αυτή τη Δευτέρα αλλά να ακολουθήσω τα ίδια χνάρια και να σας παρουσιάσω έναν ακόμα συνθέτη πειραματικής μουσικής, τον Αμερικανό John Cage.
4:33
To 1952, o David Tutor κάθισε μπροστά σε ένα πιάνο για τέσσερα λεπτά και τριαντατρία δευτερόλεπτα κάνοντας απολύτως τίποτα. Το κομμάτι “4:33” που γράφτηκε από τον John Cage είναι πιθανώς το πιο γνωστό και σημαντικό κομμάτι για την σκηνή της avant-garde μουσικής του εικοστού αιώνα. Το κομμάτι αυτό, η σκέψη του και η ιδέα πίσω από αυτό προέρχεται από απόσταξη ιδεών των προηγούμενων χρόνων πειραματισμού του John Cage με ιδιαίτερους ήχους, θορύβους και εναλλακτικά μουσικά όργανα.
Με ένα μόνο κομμάτι, ο John Cage ήθελε να αποδείξει και να αποσπαστεί από την δημιουργία κλασσικών κομματιών, προτείνοντας ότι κυρίως νόημα ενός μουσικού έργου δεν ήταν η εκτέλεση του έργου αλλά το ακουστικό αποτέλεσμα. Αυτό βέβαια (και πολύ λογικά) μας βάζει και σε σκέψεις για το τι εστί μουσική εκτέλεση, ως ιδιότητα και προσφορά της στο ευρύ κοινό, αλλά και στο περίεργο μυαλό του λεγάμενου. Μια απλή αναδρομή στους νευρώνες που έχουν αποθηκεύσει μέσα στο μυαλό μας την έννοια “εκτέλεση μουσικού έργου” και μερικά λεπτά σκέψης μπορούν να μας δώσουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Πριν προχωρήσω παρακάτω θα ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις μου για το συγκεκριμένο κομμάτι. Πρωτ’ απ’ όλα, δυστυχώς ή ευτυχώς συγκρατώ στο μυαλό και τις πρώτες σκέψεις όσον αφορά το οτιδήποτε περίεργο συναντώ γύρω μου. Όπως και εδώ, βλέποντας τα πρώτα δευτερόλεπτα του κομματιού, χαμογέλασα κάπως ειρωνικά. Θα μπορούσα σε κάποιες άλλες περιπτώσεις να κάνω και ένα χαζό σχόλιο του στυλ “το σόλο μου άρεσε πολύ” ή να άλλαζα το κανάλι σε περίπτωση που το έβλεπα στην τηλεόραση.
Κι όμως κάθισα και το παρακολούθησα και συγκρατήθηκα μέχρι να μαζέψω περισσότερες πληροφορίες και να αποκτήσω μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη γι’ αυτό το έργο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση -και είμαι σίγουρος πως ακολουθεί την πρόταση του Cage περί της θεωρίας του για την “εκτέλεση ενός μουσικού έργου”- είναι η πρωτόγνωρη αντίδραση του κοινού. Είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που κάτι “σπάει” στο μυαλό των ακροατών που περίμεναν να “ξεκινήσει” το έργο που ποτέ δεν ξεκίνησε και η στιγμιώδης αντίληψη τους οτι το μουσικό όργανο δεν βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους και δεν είναι φτιαγμένο από ξύλο ή από κάποιο μέταλλο.
Το μουσικό όργανο είναι οι ίδιοι. Αρκετοί αντιδρούν κάπως αγχωτικά γελώντας, κάποιοι ενθουσιάζονται λόγω της συνειδητοποίησης και κάποιοι εκμεταλλεύονται ντροπαλά την στιγμή σαν ένα μικρο παιδί που τους έχουν δώσει μικρόφωνο σε ανύποπτο χρόνο για να τραγουδήσουν. Κάθε ανάσα και κάθε κίνηση είναι μέρος του μουσικού έργου που ο ακροατής δεν γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει και πότε θα τελειώσει. Μια πανέμορφη μουσική παράσταση με άγνωστους μουσικούς. Ένα πείραμα που εκτός από μουσικό ενδιαφέρον, περνάει και στα μονοπάτια της μελέτης της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Οι ρίζες του John Cage
Ο John Cage μαζί με τον Cunningham και τον Rauschenberg στον κολέγιο Black Mountain, ξεκίνησαν να δημιουργούνε ηχητικά τοπία για μουσικές εκτελέσεις και να μελετάνε το πως ένας συνθέτης μέσω τυχαίων διαδικασιών μπορεί να πετύχει κάτι όμορφο ως αποτέλεσμα. Πολλές ιδέες του Cage, προήλθαν από ένα είδωλο του, τον Γάλλο Marchel Duchamp (28 Ιουλίου 1887 – 2 Οκτωβρίου 1968), ένα καλλιτέχνη που φλέρταρε αρκετά με δυο κινήματα της εποχής του: τον Ντανταϊσμό και τον Σουρεαλισμό.
Το ιδιαίτερο που μπορούμε να δούμε στα έργα του Duchamp είναι πως, όπως και ο ίδιος τα ονομάζει, μοιάζουν με αντικείμενα παρατημένα στον δρόμο – found art. Ακολουθώντας λοιπόν ο Cage τα βήματα του Duchamp έβρισκε γύρω του την μουσική χωρίς αναγκαστικά το αποτέλεσμα να πήγαζε, ως έκφραση, από τον ίδιο.
Τα πρώτα του πειράματα περιλάμβαναν την διαδικασία του να αλλάξεις ένα μουσικό όργανο και να σημειώσεις όλες τις αλλαγές, ώστε ο επόμενος καλλιτέχνης να μπορεί να επαναλάβει επ’ ακριβώς την ίδια διαδικασία. Αυτό βέβαια ονομάζεται πλέον “Προετοιμασμένο Όργανο” και στο διαδίκτυο θα δούμε συχνά αυτού του είδους τη μουσική έκφραση, αν μπορεί κάποιος να το πει έτσι, με προετοιμασμένα πιάνα, κιθάρες και οποιοδήποτε άλλο όργανο μπορεί να σκεφτεί ο μουσικός.
Το κυνήγι του τυχαίου
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ιδέα του είναι και το “Imaginary Landscape no. 4“. Ένα έργο που χρησιμοποιεί τον τυχαίο ήχο δώδεκα ραδιοφώνων — για την ακρίβεια βασίζεται ακριβώς σ’ αυτό, στο τυχαίο. Στο τι δηλαδή θα ακουγόταν συνολικά κάθε φορά που θα έπαιζαν ταυτοχρόνως τα δώδεκα ραδιόφωνα.
Σε ένα άλλο έργο του, το “Water Music” του 1952 χρησιμοποίησε τον ήχο από το νερό και τα όστρακα. Η ιδέα πίσω από αυτό το έργο ήταν το να αναπαράγει ήχους τους οποίους ακούμε στην καθημερινότητα μας. Το να προσομοιώσει με λίγα λόγια το φυσικό. Τους ήχους που μας προσφέρει η καθημερινότητα και η φύση παρουσιάζοντας τους ως “σύνθεση“.
Αργότερα ο Cage άρχισε να στρέφει την προσοχή του περισσότερο στην τεχνολογία της ηχογράφησης και της ενίσχυσης του σήματος. Το πιο ενδιαφέρον έργο του επάνω σε αυτού του είδους πειραματισμό είναι το “Cartridge Μusic“. Κατά την διάρκεια της μικρής παράστασης αυτού του inastallation, ο καλλιτέχνης περνούσε από κάποιο μέσο ενίσχυσης ήχου διάφορα κουζινικά σκεύη.
Μιας και έχουμε αναφέρει οτι ο Cage προσπαθούσε εξ αρχής να μελετήσει το τι θα μπορούσε να προσφέρει “το τυχαίο” σε έναν συνθέτη αλλά και τα αποτελέσματά του, τον βλέπουμε συχνά να συμβουλεύεται βιβλία όπως το “I Ching” ή το “Βιβλίο των Αλλαγών” για το πώς θα κινηθεί επάνω σε ένα έργο του ή το πως και σε ποια σημεία θα κόψει μια μαγνητική ταινία και πως θα την συνδέσει πάλι δώστε να δημιουργηθεί ένα νέο μουσικό αποτέλεσμα.
Συγγραφική μουσική
Ο Cage κάποια στιγμή άρχισε να επικεντρώνεται στο γράψιμο με αποτέλεσμα την δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου με τίτλο “Σιωπή” που εκδόθηκε το 1961. Το βιβλίο αυτό σηματοδότησε μια στροφή της προσοχής του προς την λογοτεχνία. Την δεκαετία του ’70 με εμπνεύσεις από συγγραφείς όπως Thoreau και Joyce, ο Cage άρχισε να παίρνει λογοτεχνικά κείμενα και να τα μετατρέπει σε μουσική. Το έργο του “Roratorio, an Irish Circus on Finnegan’s Wake” ήταν ένα σχέδιο/τρόπος να μετατραπούν όλα τα λογοτεχνικά κείμενα σε μουσική.
Επίλογος
Η αίσθηση του οτι η μουσική είναι κάτι που μπορεί να βρεθεί παντού έφερνε πάντα στον Cage μια δυναμική αισιοδοξία για τα μελλοντικά του έργα. Μια συνεχή παροχή από φρέσκο αέρα, για την αέναη “ανακάλυψη” μουσικής. Αν και ο Cage αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του αιώνα μας, ο σπόρος της νοοτροπίας για τον τρόπο αντίληψης και μελέτης του επάνω στην μουσική, πέρασε πέρα από το σύμπαν του ήχου. Με την ίδια ανοιχτή και έξυπνη αντίληψή, ποτέ πια ένα έργο, ένα πρόσωπο ή μια ζωγραφιά δεν θα είναι τα ίδια, μιας και πάντα υπάρχει ο κόσμος της λεπτομέρειας που είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι οποιασδήποτε δημιουργίας.
Απλώς κοιτάξτε από κοντά.