Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου! Ο χορός καλά κρατεί και η μόδα που προστάζει τα videogames να μεταφέρονται και στο πανί φαίνεται πως δεν έχει περάσει ακόμα. Μετά από ένα παιδικό παραμύθι όπως το Dungeons & Dragons, ένα μέτριο έως απογοητευτικό Tomb Raider αλλά και μετά από άλλες αδιάφορες μεταφορές έφτασε η ώρα του παγκοσμίου φήμης Resident Evil. Στο παιχνίδι ο χρήστης σφάζει ότι κινείται, κατά προτίμηση ζόμπι. Στην ταινία βλέπουμε αυτό ακριβώς αλλά με πραγματικούς ηθοποιούς.
Όλα εκτυλίσσονται σε ένα υπόγειο εργαστήριο μιας εταιρείας κολοσσού. Στο εργαστήριο αυτό περί τους 500 ανθρώπους ζουν και δουλεύουν για λογαριασμό του Ομίλου “Umbrella” πραγματοποιώντας κατά κύριο λόγο βιολογικά και γενετικά πειράματα. Ένα από αυτό είναι και η χρήση του εργαστηριακού ιού “Τ” σε πειραματόζωα. Λίγες στιγμές όμως, αλλά και ένας άγνωστος ξένος δάκτυλος, είναι αρκετές για να μετατρέψουν οτιδήποτε έμβιο μέσα σε αυτό το εργαστήριο σε ζόμπι και τον Η/Υ που ήλεγχε τα πάντα σε αυτόβουλη μηχανή που σκοτώνει. Μια επίλεκτη ομάδα λοιπόν μπαίνει στο εργαστήριο έχοντας στη διαθεσή της μερικές ώρες για να βγάλουν νοκ άουτ τον υπερ-υπολογιστή. Δεν πηγαίνανε καλύτερα στο Αφγανιστάν;
Το έργο αν μη τι άλλο μόνο έργο δεν είναι. Όπως προανέφερα, η μοναδική διαφορά μεταξύ του videogame και της εν λόγω ταινίας είναι πως στο μεν οι χαρακτήρες είναι ψηφιακοί ενώ στο δε πραγματικοί. Η σκηνοθεσία του Πολ Άντερσον, γνωστός ίσως από το κλειστοφοβικό splatterοειδές “Event Horizon”, είναι μεν καλή αλλά όχι και άξια λόγου. Στο κάτω κάτω τί είδους σκηνοθεσία θα μπορούσε να απαιτήσει ένα τέτοιο έργο; Το σφάλμα ήταν ότι ο Άντερσον πήρε πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του. Αποτέλεσμα; Ένα άνευ προηγουμένου “ο κλέψαν του κλέψαντος” από άλλες ταινίες, του είδους και μη, που τουλάχιστον από εμένα ήταν αδύνατον να ξεφύγουν λόγω της ιδιαίτερης αδυναμίας που έχω στα θρίλερ. Ας αναφέρω μερικές (ούτως ή άλλως μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης λίγοι θα δείτε το έργο, τουλάχιστον σε κινηματογράφο). Ως επί το πλείστον τα πλάνα του φέρουν τη σφραγίδα των έργων “Hannibal”, “Ο Κύβος”, ‘Virus”, “Sleepy Hollow”, “Deep Blue Sea” και από μερικά άλλα λιγότερο γνωστά. Ο τρόπος που κομματιάζονται κάτι δύσμοιροι από λέηζερ είναι από τον “κύβο”. Το δεύτερο μισό, όπου πρέπει να βγουν στην επιφάνεια, έχει τη ροή και το στύλ του “Deep Blue Sea”, τα πρώτα 20 δευτερόλεπτα είναι αντιγραφή από τα πρώτα 20 δευτερόλεπτα του “Hannibal” (αυτό και αν κάνει “μπαμ”), τα απότομα πλάνα μας φέρνουν αναμνήσεις από τον “Ακέφαλο Καβαλάρη” κ.ο.κ.
Το ζήτημα είναι πως το κοινό έχει ωριμάσει αρκετά για να ανέχεται τέτοιου είδους έργα. Έργα που το 20% των διαλόγων καλύπτεται από το all-time-classic “Είσαι καλά?” δεν είναι πλέον ανεκτά από κανέναν, τουλάχιστον ενήλικα. Απορίας άξιο είναι γιατί μια τόσο καλή ηθοποιός, όσο και εκλεκτική μέχρι στιγμής, όπως η Μίλα Γιόγιοβιτς, δέχτηκε να παίξει σε ένα τέτοιο έργο! Σε ένα έργο που έφερνε περισσότερο σε θεατρικό, όπου το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τρέχει, να ρίχνει το πανικόβλητο γαλάζιο βλέμμα της στα ζόμπι και μετά να τα τσακίζει στις φάπες! Στους υπόλοιπους ηθοποιούς καλύτερα να μην αναφερθούμε.
Κάτι άλλο απορίας άξιο είναι η εισαγωγή της απαράδεκτης μουσικής σε σκηνές όπου δε γινόταν τίποτα ή σε σημεία όπου πολύ απλά ΔΕΝ χρειαζόταν. Ακόμα και στη δράση η μουσική ήταν τόσο άτοπη που και να ήθελες να τρομάξεις δε σε άφηνε. Το μόνο που καταφέρανε έτσι ήταν να βλέπουμε τα κομμάτια σάρκας και τα λοιπά ματωμένα κομμάτια με απερίγραπτη απάθεια σαν αυτή που έχουμε όποτε βλέπουμε τα δελτία ειδήσεων των 20:30. Ουσιαστικά εκεί που έπρεπε να μας προετοιμάσει να τρομάξουμε έμπαινε η μουσική και τσουπ…
…τρώγαμε και λίγο ποπ κορν. Πίναμε και λίγη κόκα κόλα για να κατέβει κάτω η πικρή μπουκιά των Ευρώ που δώσαμε. Και μετά; Το μετά στο συγκεκριμένο φιλμ ήταν πάντα προβλέψιμο. Ο κακός της υπόθεσης, κοινώς η πιο αντιπαθητική φάτσα από όλους, είχε ανακαλυφθεί ευθύς εξαρχής, το ποιοι θα μείνουν άνθρωποι και ποιοι θα γίνουν ζόμπι είχε επίσης προβλεφθεί (πριν από μας για μας που λέει και η διαφήμιση). Το μόνο που δεν είχε προβλεφθεί ήταν το τέλος (μμμμμ… σιγά μη σας το πω… μη χάσετε και το ενδιαφέρον σας, δε πρέπει). Διότι για κακή μας τύχη, ίσως για καλή των πιτσιρικάδων gamer, φαίνεται πως ετοιμάζεται και κάποιο sequel! Φίλοι σινεφιλ… ας προσευχηθούμε όλοι, να μη γίνει κάτι τέτοιο.
Οφείλω να πω πως δε πρέπει να είμαστε άδικοι. Το συγκεκριμένο έργο ήταν μια καλογυρισμένη σαχλαμάρα, λόγω των clopyright που εξέθεσα παραπάνω, που όμως επρόκειτο περί μιας αυτούσιας μεταφοράς του concept του παιχνιδιού και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Οι δεκάδες χιλιάδες πιτσιρικάδες gamers του Resident Evil ανά τον κόσμο είμαι σίγουρος πως θα το λατρέψουνε και θα το συζητάνε για καιρό, ποια σκηνή ήταν καλή (ή καλύτερα ποια πίστα για αυτούς) και πόσο πιστά είχε αποδοθεί σε σχέση με το παιχνίδι. Εν ολίγοις το έργο θα τα κόψει τα εισητηριάκια του θέλουμε δε θέλουμε, μας αρέσει δε μας αρέσει.
Ολοκληρώνω λέγοντας πως αυτή η καλογυρισμένη σαχλαμάρα απευθύνεται μόνο σε πιτσιρικάδες φαν του game αλλά και σε φαν του είδους αυτών των ψευτό-splatter ταινιών. Ο Dario Argento θα γέλαγε μέχρι δακρύων. Δε πρόκειται ούτε να τρομάξετε, ούτε να αηδιάσετε, ούτε καν να απολαύσετε έστω και λίγο την παρουσία της Γιόγιοβιτς που απλώς περνάει απαρατήρητη. Θα είστε απαθείς και θα περιμένετε το ουίσκι να ωριμάσει. Δηλαδή να γυρίσετε σπίτι σας.
Υπόθεση
Μια ομάδα κομάντος πάει σε μια υποβρύχια βάση του Κόκκινου Στρατού κάπου στη Σιβηρία για να σώσει και να φυγαδεύσει τη Μίλα. Στο τέλος βέβαια, είναι η Μίλα που σώζει τα κομάντα και τα πηγαίνει στο Washington DC αλλά μέχρι να το πετύχει ψήνει δύο ζόμπι ξυλοκόπους με υπερθυρεοειδισμό, σκοτώνει δύο μεταλλαγμένα ζώα, πλακώνει στο ξύλο μια φίλη της που λειτουργεί με τηλεχειρισμό και κάνει ζωοτροφή τη Μισέλ Ροντρίγκεζ για κάποια ζόμπι ειδικού τύπου που χρήζουν ειδικής αναφοράς και εξοντώνει καμιά εκατοστή από τα ζόμπι αυτά.
Μάλιστα, όλα αυτά τα καταφέρνει σαν απλή εργαζόμενη μητέρα (ενώ οι αντίστοιχες Ελληνίδες συνέχεια παραπονιούνται πως δε μπορούν καν να κουλαντρίσουν ένα νοικοκυριό με 70 ώρες δουλειά τη βδομάδα και 550 ευρώ μισθό) γιατί μία φάτσα σα τον Κασιδιάρη έκλεψε τις σούπερ δυνάμεις της στο προηγούμενο επεισόδιο. Στο τέλος της ταινίας επειδή είναι χέστης – είπαμε χρυσαυγίτης είναι – της τις επιστρέφει για να καθαρίσει η Μίλα με τις ορδές των ζόμπι. Τι παραπάνω βέβαια θα κάνει με τις υπερδυνάμεις δε μπορώ να το σκεφτώ με τη φτωχή μου φαντασία αλλά θα κάνω υπομονή μέχρι του χρόνου.
Πριν προχωρήσω στην κριτική των επιμέρους στοιχείων θέλω να αναφέρω τα ζόμπι LAS PLAGAS (plaga στα ισπανικά είναι η μάστιγα): τα ζόμπι αυτά λοιπόν δεν έχουν καμιά σχέση με τα γνωστά άμυαλα συνηθισμένα ζόμπι που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε.
Οι LAS PLAGAS οδηγούν αυτοκίνητα και μηχανές (οι μηχανόβιοι μάλιστα κάνουν και σούζες σα τον Στάθη Ψάλτη στο “Καμικάζι αγάπη μου”), κολυμπάνε σα τον Θορπ, χειρίζονται μηχανήματα και όπλα χωρίς να είναι ιδιαίτερα εύστοχοι για να πω την αλήθεια και γενικότερα σου δίνουν την αίσθηση πως αν έπεφτες στα χέρια τους θα σ’ έτρωγαν με μαχαιροπήρουνο στο καλό σερβίτσιο και θα σε συνόδευαν μ’ ένα λευκό ξηρό ημίγλυκο σερβιρισμένο στους 7°C.
Η ταινία προφανώς γυρίστηκε για τους φανατικούς του παιχνιδιού και τους φαν της Μίλα Γιόβοβιτς. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν χρησιμοποιηθεί σε παλιότερες ταινίες, με το βολικό τρικ της κλωνοποίησης να δικαιολογεί την ατέλειωτη κλωτσοπατινάδα με τους ίδιους και τους ίδιους κάθε φορά (τώρα θα μου πεις: αφού στον πλανήτη έχουν μείνει 100 νοματαίοι όλοι κι όλοι με ποιόν να κουβεντιάσει η πρωταγωνίστρια;). Οπότε έχουμε μια σειρά ταινιών που δεν υπάρχει απολύτως καμιά εξέλιξη και συνεπώς κανένα ενδιαφέρον.
Το μόνο πλέον που συγκινεί είναι οι ευφάνταστοι τρόποι που βρίσκει σε κάθε περίπτωση η εξωπραγματικά σέξυ πρωταγωνίστρια για να σκοτώνει τους πεθαμένους. Αυτό… συν μερικές σκηνές όπως η πολιορκία των κομάντος από τα εξελιγμένα ζόμπι και η παρεπόμενη καταδίωξη με τα κακόμοιρα ζόμπι να πυροβολούν ασταμάτητα από τα δύο μέτρα τους ανθρώπους και να μη τους πετυχαίνουν αλλά το ένα και μοναδικό που δεν έχει πυροβόλο όπλο μα ξυλοκοπτικό να φτάνει μέχρι τον άνθρωπο και να τον κλαδεύει. Κρατήστε αυτή τη σκηνή, κρατήστε την καταδίωξη με τα ζόμπι καμικάζι και κυρίως κρατήστε τη σκηνή του τέλους που ο Λευκός Οίκος έχει γίνει φρούριο και τον πολιορκούν χιλιάδες ρακένδυτα ανθρωπόμορφα τέρατα που αναζητούν τροφή (αυτό μπορείτε να το εκλάβετε και σαν σκηνή απ’ το όχι και τόσο μακρινό μέλλον μας).
Αντί επιλόγου… η ευχή για μία καλή χρονιά για όλους, να είμαστε υγιείς, να είμαστε δυνατοί, να μείνουμε ενωμένοι στα δύσκολα που έρχονται και σταθεροί στα ελπιδοφόρα που γεννούν οι μέρες μας. Να δούμε καλές ταινίες – καλά μη με αγριοκοιτάζεις ρε φίλε- να ΔΕΙΤΕ καλές ταινίες και να στηρίξετε όλους τους αξιόλογους ανθρώπους του χώρου που προσπαθούν από τα σκατά της εποχής να βγάλουν θησαυρούς.