Συνήθως, η περιγραφή ενός video game είναι σχετικά εύκολη υπόθεση. Όπως αποδεικνύεται με το El Shaddai: Ascension of the Metatron, δεν ισχύει κάτι τέτοιο όταν επικεφαλής της ανάπτυξης ενός παιχνιδιού είναι ένας Ιάπωνας visual artist. Από την αρχή μέχρι και το τέλος του ιδιαίτερου αυτού action/adventure, την παράσταση κλέβει ο τομέας της οπτικής απεικόνισης, κυρίως λόγω της καλλιτεχνικής άποψης που τον χαρακτηρίζει και της μοναδικότητας με την οποία εμποτίζει το δημιούργημα του Takeyasu Sawaki, στο βιογραφικό του οποίου περιλαμβάνονται τίτλοι όπως τα Devil May Cry και Okami.
Το σεναριακό υπόβαθρο του παιχνιδιού προσφέρεται για καλλιτεχνικούς πειραματισμούς, αφού βασίζεται στα Απόκρυφα Ευαγγέλια της Παλαιάς Διαθήκης και -πιο συγκεκριμένα- στο Βιβλίο του Ενώχ, που είναι και ο πρωταγωνιστής του El Shaddai. Ο Ενώχ, προπάππους του Νώε, αναλαμβάνει από τον Θεό μία αποστολή αρκετά δύσκολη, δεδομένης της ανθρώπινης φύσης του: Να εξαγνίσει και να στείλει πίσω στον Παράδεισο τους επτά Έκπτωτους Αγγέλους, που αποφάσισαν ότι στη Γη τα πράγματα θα είναι καλύτερα και εγκαταστάθηκαν εκεί, χτίζοντας τον δικό τους κόσμο, γνωστό ως Tower. Κάθε επίπεδο του Tower είναι εντελώς διαφορετικό και κυβερνάται από τον δικό του Έκπτωτο Άγγελο.
Όσο ανεβαίνετε, τα πράγματα θα δυσκολεύουν και θα… ξεφεύγουν. Στο πλευρό του Ενώχ βρίσκεται ο χαλαρός και άνετος Lucifel, ο οποίος διηγείται την ιστορία στα cutscenes, «παγώνει» τη δράση για να δώσει συμβουλές και την αφήνει να συνεχίσει με ένα χτύπημα των δακτύλων του και αράζει σε συγκεκριμένα σημεία κάθε επιπέδου μιλώντας στο κινητό του με… το Θεό, δίνοντας παράλληλα στον Ενώχ τη δυνατότητα να κάνει save.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι όπου κυριαρχεί η δημιουργική έλλειψη λογικής και κάθε screenshot θα μπορούσε να είναι πίνακας ζωγραφικής, απροσδιόριστης και συνεχώς μεταβαλλόμενης τεχνοτροπίας. Η μετάβαση ανάμεσα σε διάφορα, υπαρκτά και μη, καλλιτεχνικά ρεύματα ξαφνιάζει και είναι συνεχής, αποτελώντας το μεγαλύτερο κίνητρο για την επιδίωξη της προόδου στο παιχνίδι.
Τη μια στιγμή ο Ενώχ μπορεί να περιπλανιέται σε ένα φωτεινό, αφαιρετικό τοπίο, την άλλη σε μία φουτουριστική μεγαλούπολη και την άλλη στο κενό, ακολουθώντας ένα εκτυφλωτικό φως. Τα παραπάνω «ντύνονται» ακουστικά από ανάλογα ποικίλο και ταιριαστό ηχητικό περιεχόμενο, που καταφέρνει να συνδυάσει αγγελικές φωνές με θρησκευτικές χορωδίες και electronica, αλλά και πιο τυπική video game μουσική. Το αποτέλεσμα είναι μία πραγματικά απρόβλεπτη και πλούσια οπτικοακουστική εμπειρία, που αυτή τη στιγμή δεν προσφέρεται από κανένα άλλο videogame σε τέτοια έκταση.
Το στοιχείο της αφαιρετικότητας κάνει την εμφάνισή του και στο gameplay του παιχνιδιού, με θετικές και αρνητικές προεκτάσεις. Καταρχήν, δεν υπάρχουν ενδείξεις επί της οθόνης. Η ζημιά αποτυπώνεται με την σταδιακή απώλεια της πανοπλίας και μια κόκκινη αύρα που κατακλύζει την οθόνη όταν ο Ενώχ βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, αν και στο New Game+ ξεκλειδώνεται η δυνατότητα εμφάνισης μπάρας ενέργειας και καταμέτρησης των combo.
Η μάχη διεξάγεται κυρίως με το πάτημα ενός πλήκτρου επίθεσης και ενός άμυνας, γεγονός που αρχικά κάνει την όλη διαδικασία να φαντάζει υπερβολικά απλοποιημένη. Αν και σίγουρα το σύστημα μάχης του El Shaddai δε μπορεί να ανταγωνιστεί τα κορυφαία δείγματα της κατηγορίας, είναι πιο έξυπνο από όσο δείχνει αρχικά, αφού βασίζεται στο ρυθμό πατήματος του σχετικού πλήκτρου, τιμωρώντας με αυτό τον τρόπο το φαινόμενο του button mashing.
Πράγματι, το πάτημα του πλήκτρου με διαφορετική συχνότητα, ο συνδυασμός του με το άλμα και η ανάμειξή του με ειδικές επιθέσεις, που ενεργοποιούνται με το ταυτόχρονο πάτημα των πλήκτρων άμυνας και επίθεσης, οδηγεί σε διαφορετικά, εντυπωσιακά combo, τα οποία αναδεικνύονται από το προσεγμένο και ομαλό animation του παιχνιδιού. Αργότερα ο Ενώχ μπορεί να μπει σε Overboost mode, εξαπολύοντας εντυπωσιακές επιθέσεις που επιφέρουν μεγάλη ζημιά ακόμη και στα bosses του παιχνιδιού, οι αναμετρήσεις με τα οποία είναι αρκετά απαιτητικές, αφού απαιτούν γρήγορα αντανακλαστικά και κατάλληλη χρήση όλων των κινήσεων στο ρεπερτόριο του Ενώχ.
Τα διαθέσιμα όπλα είναι μόνο τρία, δύο melee κι ένα ranged και το καθένα απαιτεί διαφορετικό συγχρονισμό πατήματος του πλήκτρου επίθεσης προκειμένου να αποδώσει τα μέγιστα. Τα ίδια όπλα χρησιμοποιούνται και από τους εχθρούς και η γνώση της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους είναι απαραίτητη ώστε να αντιμετωπίζετε κάθε φορά τον αντίπαλο που διαθέτει μειονέκτημα σε σχέση με τον Ενώχ.
Για να επιτευχθεί αυτό, θα χρειαστεί να διενεργείτε διαδοχικούς αφοπλισμούς, ώστε να βρίσκεστε πάντα σε πλεονεκτική θέση και να μη χρειάζεται να κάνετε χρονοβόρους «εξαγνισμούς» του όπλου σας στη διάρκεια της μάχης, κάτι που απαιτείται ύστερα από αρκετά χτυπήματα, αλλά διεξάγεται αυτόματα στη διάρκεια του αφοπλισμού. Κάθε όπλο προσδίδει και επιπλέον δυνατότητες κίνησης στον Ενώχ, όπως η απότομη ώθηση προς μία κατεύθυνση, η άμυνα εν κινήσει και η αιώρηση. Η τελευταία θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στο δεύτερο βασικό συστατικό στοιχείο του gameplay του παιχνιδιού, το platforming.
Για την επιτυχή μετακίνηση στον κόσμο του El Shaddai, θα χρειαστεί να εκτελέσετε πολυάριθμα άλματα πάνω από χάσματα και από πλατφόρμα σε πλατφόρμα, κινούμενη ή μη, σε 2D ή 3D. Στις δύο διαστάσεις τα πράγματα είναι ομαλά και το όλο σκηνικό θυμίζει ελαφρώς το Outland της Ubisoft. Ο σχεδιασμός των επιπέδων είναι εμπνευσμένος εικαστικά, αλλά όχι και πρακτικά, σε επίπεδο gameplay, αφού πολλές φορές θα χρειάζεται να μετακινήστε ανάμεσα σε πολλές πλατφόρμες που απλώς βρίσκονται στη σειρά, επιμηκύνοντας έτσι τεχνητά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Τα πράγματα μπορεί να «στραβώσουν» αρκετά στο 3D κομμάτι του παιχνιδιού, όπου η τοποθέτηση της -χωρίς δυνατότητα ρύθμισης- κάμερας, οδηγεί αρκετές φορές σε πτώσεις για τις οποίες δεν φταίει ο παίκτης.
Η μάχη, το platforming και -σε μικρότερο βαθμό- η εξερεύνηση, εναλλάσσονται με τρόπο τόσο απρόβλεπτο όσο και το εικαστικό κομμάτι του παιχνιδιού, συνεισφέροντας στην έντονη παρουσία του στοιχείου της έκπληξης, το οποίο και κυριαρχεί στο παιχνίδι και αποτελεί το μεγαλύτερο ατού του. Πράγματι, κάθε βήμα του Ενώχ μπορεί να οδηγήσει σε κάτι εντελώς αναπάντεχο, είτε πρόκειται για αλλαγή σκηνικού, είτε για μία νέα αναμέτρηση, είτε… για πράγματα που καλό θα ήταν να δείτε μόνοι σας, αφού όσο προχωράει το παιχνίδι, τα πράγματα «ξεφεύγουν» όλο και περισσότερο.
Το El Shaddai δεν είναι σε καμία περίπτωση τέλειο, ειδικά στον τομέα του platforming, που, δυστυχώς, αποτελεί ευμεγέθες κομμάτι του παιχνιδιού. Ωστόσο, τα επιτεύγματά του είναι πιο σημαντικά, αφού επαναφέρει στο προσκήνιο την δημιουργικότητα των Ιαπώνων developers, η οποία είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση τον τελευταίο καιρό, προσφέροντας μία απρόβλεπτη και πλούσια αισθητηριακή εμπειρία, που θα χαραχθεί στη μνήμη όσων ασχοληθούν μαζί του.